Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

… αφηγήματα, πεζολογίες… «Σκέψεις για τη ζωή, την τέχνη, την κοινωνία» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων



Αμαλία Κ. ΗλιάδηΠάντα μου άρεσαν οι ιστορίες για βιαστικούς αναγνώστες. Μέσα στη βιασύνη και την τύρβη της καθημερινότητάς μου είναι ο μοναδικός τρόπος να έρχομαι σε επαφή με τη λογοτεχνία που τρέφει το εσώτερό μου είναι. Το διάβασμα με εκτονώνει και με τονώνει, παράλληλα, για ν” αντιμετωπίσω την επερχόμενη λαίλαπα της «δουλειάς»… Ευτυχώς για μένα, ζυμώθηκα μαζί του από πολύ μικρή ηλικία. Απ΄ τα πιο τρυφερά μου χρόνια η ανάγνωση υπήρξε το καταφύγιό μου, η διαφυγή μου, το ταξίδι μου από μια πραγματικότητα που ποτέ δε με «κάλυπτε», που ποτέ δε μου ήταν αρκετή… Πάντα ήθελα, ποθούσα βαθιά, να γεύομαι το παραπάνω, την πολυτέλεια της τέχνης της αφήγησης, που ενώ κάποτε
ήταν ανάγκη των ανθρώπων, σε προφορικό, έστω, επίπεδο πολιτισμού, ήδη στα χρόνια της νεότητάς μου(δεκαετία του 1980) άρχιζε να ωχριά μπροστά στην επέλαση του πολιτισμού της «εικόνας». Προσπαθώντας σήμερα και εκ των υστέρων να εξηγήσω το σύνθετο αυτό φαινόμενο μ΄ έναν λιτό και τελείως αφαιρετικό τρόπο, θα το απέδιδα στον άκρατο καταναλωτισμό που δικαιώνει τη βιωμένη στιγμή της ζωής μας ως έκλαμψη ηλεκτρονικής, ψηφιακής εικόνας…
Τουλάχιστον, όσον αφορά την προσωπική μου ισορροπία, νιώθω, σχεδόν ψυχανεμίζομαι ή «οραματίζομαι» σαν άλλη Πυθία κοσμική, πως βρήκα πια το μυστικό της πληρότητας, της ευτυχίας, της εσωτερικής γαλήνης: να γεμίζεις το χρόνο της «ταπεινής» βιοτής σου με πράγματα, σκέψεις, δραστηριότητες που πραγματικά σ” αρέσουν, σε ανεβάζουν, σε γεμίζουν, κι όχι να χάνεις τον πολύτιμό σου χρόνο κάνοντας χάρες και αγγαρείες, σέρνοντας το σαρκίο και το πνεύμα σου σε «ξένα» μέρη…
…Κι εγώ θέλγομαι ν” ανεβαίνω σε σφαίρες υψηλές: της Τέχνης και του Στοχασμού. Αν και μερικοί τα βρίσκουν όλα αυτά κουραστικά, ανούσια και βαρετά εμένα με απογειώνουν! Ό,τι αφορά το Λόγο, το Πνεύμα, την Ψυχή του ανθρώπου με μαγνητίζει σαν δύναμη «κοσμική» , εγκόσμια και υπερκόσμια στην ολότητά της. Και κάτι τέτοιες ευτυχισμένες στιγμές με κυριεύει η απόλυτη αγαλλίαση, η τέλεια ηρεμία. Με πλημμυρίζει η ανωτερότητα του ανθρώπου που ενώθηκε, έστω στιγμιαία, έστω για μια ελάχιστη ανάσα εν ριπή οφθαλμού, με το Σύμπαν… Η γελοιότητα και η φτήνεια δεν μ” αγγίζουν, γιατί ο Λόγος είναι ιερός. «Εν αρχή ην ο Λόγος». Κι εγώ ζω μέσα απ” αυτή τη ρήση, πλέω μες στα καθάρια νερά της. Ακόμη κι όταν μηχανικά ζωγραφίζω αντιγράφοντας γραμμές και χρώματα, το μυαλό μου, η διάνοιά μου κι η ψυχή μου δεν κοιμούνται, αλλά πετούν, δουλεύοντας κι αυτά μαζί με τα χέρια μου που κρατούν το πινέλο.
Η ποίηση που βιώνω προκαλεί στο σώμα και στην ψυχή μου δονήσεις ισχυρές, τραντάγματα συγκινήσεων και παραληρήματα απανωτά… Μια εμπειρία ερωτική που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που η σύνθετη φύση μου γεύεται τους καρπούς της ανθρώπινης ευφυίας, ευαισθησίας, εφευρετικότητας. Γλώσσα μου, σε ικετεύω, έλα και δώσε με το Λόγο και τα λόγια σου μορφή στην καταχνιά…
Αν με ρωτήσει κάποιος τί είναι ποίηση για μένα, τί είναι τέχνη, πολύ αυθόρμητα κι απλά θα πω πως είναι να «φτιάχνω» κάτι ανώτερο από απλές «κατασκευές», κάτι που θά” ναι ικανό να συγκινήσει και να συνεπάρει μια καρδιά, κάτι που θα διαρκέσει στις συνειδήσεις όσων μ” ανακαλύψουν, για να τους θυμίζει την προοπτική της αιωνιότητας…


«Έτσι, σαν παράπονο μικρό…»
Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι, κυρίως σε στιγμές ηθελημένης μόνωσης ή «απόσυρσης», πόσο τραγικά μόνος είναι ο άνθρωπος, και στη ζωή και στο θάνατο… Στη ζωή συχνά λυγίζει κάτω απ” το βάρος των δυσκολιών, μα και μπροστά στο θάνατο λιποψυχά δικαιολογημένα. Η ανθρώπινη φύση εξάλλου είναι μπολιασμένη με τη συνείδηση του πεπερασμένου και ο φόβος του θανάτου είναι η μόνη βεβαιότητα στην κατά τ” άλλα «άστατη», αστάθμητη, απροσδόκητη εξέλιξη του φαινομένου της ζωής στην απλή του καθημερινότητα. Μα και στο μακρόκοσμο της επιστήμης ή της φιλοσοφίας, ως ανθρώπινων επινοήσεων ή κατασκευών που εξυπηρετούν την καλύτερη κατανόηση του πολύπλοκου φαινομένου της ζωής, ισχύουν με παρεμφερή τρόπο οι νόμοι της τυχαιότητας, της σύμπτωσης και των πιθανοτήτων. Μόνο ο θάνατος, προς το παρόν, δεν φείδεται της βεβαιότητας με μαθηματική ακρίβεια.
Σαν μπρος στο θάνατο, λοιπόν, έτσι και στη ζωή ο άνθρωπος αισθάνεται μόνος. Βιώνει με κόπο την αναγκαστική μοναξιά του, αφού οι σχέσεις του με τους άλλους λίγο τον παρηγορούν. Οι περισσότερες απ” αυτές αφήνουν μέσα του, όταν οδεύουν στη λήξη τους, (πράγμα που τις περισσότερες φορές συμβαίνει ως αναπόδραστη συνέπεια των ατελών περιστάσεων ) , ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Φαίνεται πως τον ξεγελούν για λίγο, έτσι για να μην νιώθει μόνος και αργότερα εκπνέουν… Ακόμη και όσες απ” τις σχέσεις του καλά κρατούν τις σκουριάζει η φθορά του χρόνου, αποθέτοντας πάνω τους την «αρχαία σκουριά» της ώχρας που πεθαίνει…Γιατί, βέβαια, στο βάθος της, η ψυχή του ανθρώπου το ξέρει το μεγάλο μυστικό: είναι μόνη, παρά τα τόσα λόγια, τα φιλιά, τα χαμόγελα, τις ανταλλαγές δώρων και φιλοφρονήσεων…
Αυτή η κρυφή, η εσωτερική μοναξιά του, λες και βρίσκεται στην έρημο ή στους πάγους τους ατέλειωτους, κάποια στιγμή, ενδεχομένως, να τον ωθήσει ν” αναρωτηθεί για το ποιό νόημα έχει να ζει, ποιό είναι το μυστικό πέρασμα της ζωής του που θα τον βγάλει, έστω και για λίγο, στης ευτυχίας το ξέφωτο… Ψάχνει λοιπόν νά” βρει τ” όνειρό του σαν άλλος εξερευνητής, σαν κάποιος που πιστεύει πως «η ζωή είναι αλλού»… Αναζητά με θέρμη, με πάθος, σχεδόν ερωτικό, το «μεγάλο νόημα» της φτωχής, ταπεινής αλλά συνάμα μεγαλειώδους του ύπαρξης. Γιατί ο άνθρωπος, με μια συνείδηση-φωτιά, μόνος του κυνηγά τις χίμαιρες που χάρισαν ζωντάνια κι έξαψη στις ασέληνες, στις κρύες νύχτες του…Μόνος του οργώνει τ” αυλάκια του μυαλού του νά” βρει το μυστικό κλειδί που θα του ανοίξει την πόρτα της απόδρασης προς το πολυπόθητο ταξίδι της γνώσης και της ευτυχίας…
Τραγικά μόνος είναι ο άνθρωπος και στην αρρώστεια και στη μεγάλη χαρά που τον απογειώνει. Η χαρμολύπη της ζήσης του, οι αντιφάσεις και τα χάσματα της μικρής σε διάρκεια ζωής του γεφυρώνονται απ” τη μοναξιά, ενώνονται σαν κλωστές, σα νήματα στο ίδιο πλεκτό, απ” την αλήθεια της σιωπής…Πέτρα η καρδιά κι η άνοιξη φθινόπωρο…Ποτέ δεν του χάρισαν το τραγούδι που λέει: «Σ” αγαπώ γιατί είσ” ωραία, σ” αγαπώ γιατί είσ” εσύ». Μα ακόμη κι όσοι κάποτε του το χάρισαν, δεν το εννοούσαν…

«Με αφορμή απόψεις του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ»
Μια απ΄τις σπουδαίες μορφές της Ευρωπαϊκής Διανόησης του 18ου αιώνα που έχει σημαδέψει τον προσωπικό μου τρόπο θέασης και πρόσληψης του κόσμου είναι ο Ρουσσώ.
Ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής και παιδαγωγός Ζαν-Ζακ Ρουσσώ μιλάει στα γραπτά του κατάλοιπα για μια μυστική φωνή που έχει την «αποστολή» να καθοδηγεί τον άνθρωπο στο δρόμο της αρετής… Διάβαζα τις προάλλες για τη φιλοσοφική του αναρώτηση περί του τί είναι η αρετή και πραγματικά ενθουσιάστηκα με τη φρεσκάδα, την αμεσότητα και, συνάμα, την ωριμότητα της σκέψηςτου. Μας πληροφορεί με φυσικότητα και απλότητα πως πολλοί άνθρωποι τον ρωτούν τί είναι η αρετή και τα περιστατικά αυτά νιώθω πως τον συνδέουν νοερά με το Σωκράτη, το μεγάλο δάσκαλο της διαλεκτικής μεθόδου και της προφορικής, ρέουσας μάθησης. Ο Ρουσσώ θεωρεί πως τέτοιου είδους ερωτήσεις δυσκολεύουν περισσότερο την κατάσταση παρά προωθούν τη συμβουλή με απώτερο σκοπό τη βαθύτερη γνώση. Για το Γάλλο διανοητή, δεν πρόκειται κανείς να «μάθει» παρά μόνο για λογαριασμό του και δε θα μπορέσει ποτέ κανείς να γνωρίσει την αρετή, αν η καρδιά του από πριν δεν έχει δώσει την απάντηση, μ” ενός είδους «ενορατική» διάθεση…
Παράλληλα, βέβαια, συστήνει στους ανθρώπους που αγωνιούν και νοιάζονται για την ψυχοπνευματική τους εξύψωση, να διαβάζουν Πλάτωνα, Κικέρωνα, Πλούταρχο, Επίκτητο, Αντωνίνο. Να συμβουλεύονται τον ενάρετο Σέφτσουμπουρι και τους άξιους ερμηνευτές του. Να μελετούν τη ζωή και τους λόγους των δικαίων του Ευαγγελίου. Στο τέλος όμως, σε μια κρίσιμη βυθομέτρηση του βαθύτερου πυρήνα της ανθρώπινης ουσίας καταλήγει στην «επαναστατική» , ακόμη και για την εποχή του προτροπή:» Καλύτερα, εγκαταλείψτε κάθε βιβλίο και ξαναγυρίστε στον ίδιο τον εαυτό σας και αφουγκραστείτε εκείνη τη μυστική φωνή που μιλάει σ΄όλες τις καρδιές και γίνετε ενάρετοι, αν θέλετε να μάθετε τί σημαίνει να είναι κανείς ενάρετος…»
Οι ιδέες του Ρουσσώ περί αρετής και μυστικής φωνής της συνειδήσεως μού ΄φεραν  στο νου ένα ποίημα πού” χα γράψει σε μια στιγμή «ένθεης μανίας», ακραίας συνειδητοποίησης του φαινομένου της ζωής και της ανθρώπινης οντότητας. Το παραθέτω με ακρίβεια για να ενδυναμώσω μέσα μου την πίστη στον άνθρωπο, που τόσο κλονίζεται, πολλές φορές, στις μέρες μας:
«Η αγάπη της ζωής» 
Όλα στη ζωή έρχονται και περνάνε
και μένει μόνο η προσδοκία του θανάτου
Σα να περνάμε από βαγόνι σε βαγόνι
ενός τραίνου ξύλινου και πολυκαιρισμένου
Αντίστροφα προς τη φορά του τραίνου πάμε
κι όλο απ΄τη μηχανή του απομακρυνόμαστε.
Όσο πλησιάζουμε τα τελευταία βαγόνια
κρυώνουμε και μικραίνουμε.
Είμαστε γέροι πια.
Ξέρουμε πως πάμε να συναντήσουμε το θάνατο.
Κι αυτή η επίγνωση μας κάνει τραγικούς.
Αλλά η καρδιά μας, σαν τη μηχανή του τραίνου,
είναι ζεστή  ακόμη και χτυπά
κι αντιστέκεται στο αναπόφευκτο.
Η «τρέλλα» του ανθρώπου δεν έχει όρια
Είναι ιερή
Τη σέβεται ακόμη κι ο Θεός
αφού ο ίδιος του την έδωσε.
Η αγάπη της ζωής
είναι ένθεη τρέλλα, μανία ιερή,
μια αγάπη που νικά το ανίκητο:
την πίκρα του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου