Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Διευθυντής/Μάνατζμεντ και αξιολόγηση

 

Η μετάβαση προς το «μάνατζμεντ απόδοσης» και η ενίσχυση της αυτονομίας των σχολείων εγείρει σημαντικά ερωτήματα για την κατεύθυνση που ακολουθεί το δημόσιο σχολείο. Από τη μία, η προοπτική ενός πιο αυτονομημένου σχολείου μπορεί να φέρει θετικές αλλαγές, όπως η δυνατότητα του διευθυντή να προσαρμόζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και τις στρατηγικές ανάπτυξης της σχολικής μονάδας. Από την άλλη, όμως, η μετατροπή του διευθυντή σε μάνατζερ-επιχειρηματία ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τη δομή του σχολείου ως δημόσια υπηρεσία.

Ο πραγματικός στόχος πίσω από την ενίσχυση της αυτονομίας και του μάνατζμεντ απόδοσης φαίνεται να είναι η εφαρμογή πρακτικών που συνδέονται περισσότερο με τη λογική του ιδιωτικού τομέα και των επιχειρησιακών μοντέλων, παρά με την εκπαιδευτική αποστολή του σχολείου. Η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των δασκάλων μέσω «αντικειμενικών» δεικτών απόδοσης και η αυξανόμενη σημασία του διευθυντή ως επικεφαλής μάνατζερ διασφαλίζουν ότι το κριτήριο για την επιτυχία του σχολείου είναι η «παραγωγικότητα», αντί για τον παιδαγωγικό και κοινωνικό του ρόλο.

Η μετάβαση από το συλλογικό μοντέλο διοίκησης, στο οποίο ο Σύλλογος Διδασκόντων είχε λόγο στις αποφάσεις, σε ένα μοντέλο που στηρίζεται κυρίως στη μονοπρόσωπη εξουσία του διευθυντή, μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο αυταρχισμό και διάσπαση των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δασκάλων. Η απομάκρυνση από τη συμμετοχικότητα στη λήψη αποφάσεων ενδέχεται να μειώσει την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η ατομικοποίηση της εργασίας, καθώς οι εκπαιδευτικοί μπορεί να αισθανθούν ότι κρίνεται η αξία τους όχι από την κοινή παιδαγωγική προσπάθεια, αλλά από την προσωπική τους απόδοση.

Το αυξημένο βάρος στους δείκτες απόδοσης και η ενίσχυση της λογιστικής διάστασης της διοίκησης ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικές ανισότητες και σε έναν αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ σχολείων, όπου τα πιο ευνοημένα από οικονομικής άποψης ή κοινωνικής κατάστασης σχολεία θα μπορούν να προσελκύσουν πόρους και να ενισχύσουν τη θέση τους, εις βάρος των πιο αδύναμων σχολείων. Αυτό μπορεί να καταστήσει την εκπαίδευση λιγότερο ισότιμη και να μειώσει την ικανότητα του σχολείου να παρέχει ποιοτική εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικής κατάστασης.

Η σύνδεση της αξιολόγησης με τους στόχους και η πιθανή σύνδεση των αμοιβών με την επίτευξή τους ενδέχεται να δημιουργήσει μεγαλύτερη πίεση στους δασκάλους και να μειώσει το ηθικό τους, οδηγώντας σε αύξηση του στρες και της δυσαρέσκειας, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνονται οι παράγοντες που ενισχύουν το καλό εργασιακό κλίμα και την εμπλοκή των δασκάλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Συνολικά, οι αλλαγές που προτείνονται, αν δεν συνοδευτούν από προσεκτικές και ενδελεχείς διαδικασίες για την ενίσχυση της παιδαγωγικής διάστασης της εκπαίδευσης, μπορεί να οδηγήσουν σε μια πιο «επιχειρηματικοποιημένη» εκδοχή του σχολείου, στην οποία οι ανθρωπιστικές αξίες και η συμμετοχικότητα υποχωρούν, και η εκπαίδευση μετατρέπεται σε προϊόν που παράγεται και αξιολογείται με βάση οικονομικούς και επιχειρησιακούς δείκτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου