Όταν στα μέσα Μαρτίου ανακοινώθηκε η αναστολή λειτουργίας των σχολείων, εκατοντάδες χιλιάδες γονείς σε όλη τη χώρα διχάστηκαν ανάμεσα στην ανακούφιση για τη λήψη μέτρων ανάσχεσης της επιδημίας και το άγχος της παραμονής και φύλαξης των παιδιών στο σπίτι. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, σε κάθε ελληνικό σπίτι εκτυλίχθηκαν κωμικοτραγικές εικόνες με γονείς να προσπαθούν να συνδυάσουν εργασία εξ αποστάσεως με γονεϊκές υποχρεώσεις εκτελώντας ταυτόχρονα χρέη δασκάλου και διασκεδαστή. Η επιστροφή στο σχολείο φάνταζε εκείνη την περίοδο σαν λύτρωση. Τώρα όμως που η απόφαση για δεύτερο «αγιασμό» στα σχολεία κάνει το όνειρο πραγματικότητα, πολλοί θυμούνται κατόπιν εορτής τη συμβουλή «πρόσεξε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να συμβεί».
Ηδη από τις παραμονές της επανέναρξης λειτουργίας των γυμνασίων και των λυκείων της χώρας και ιδιαίτερα ενόψει της επαναλειτουργίας των πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης, οι συζητήσεις των γονιών σε ιντερνετικά «δωμάτια», μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ομάδες μαρτυρούν αναστάτωση, αμφιβολίες και φόβο για την επιστροφή των παιδιών στο σχολείο. Οι περισσότεροι γονείς εκφράζουν ανησυχίες για το κατά πόσον είναι ασφαλής για την υγεία των παιδιών τους αλλά και τη δημόσια υγεία η επιστροφή τους στις τάξεις, κάποιοι διατείνονται ότι και εκπαιδευτικά «δεν έχει άλλωστε και νόημα, μέσα σε τέσσερις εβδομάδες δεν πρόκειται να προχωρήσουν την ύλη ή να καλύψουν κενά», ορισμένοι συμπεραίνουν ότι «είναι άσκοπη και αχρείαστη η επαναλειτουργία των σχολείων». Είναι λοιπόν επικίνδυνη και άνευ σημασίας η επιστροφή των μαθητών στις τάξεις;
«Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι τα σχολεία διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην προώθηση της υγείας, της κοινωνικής και της ψυχικής ευημερίας των παιδιών και εν γένει στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Εκτός από γνώσεις, τα παιδιά αναπτύσσουν διάφορες δεξιότητες, όπως η κριτική σκέψη, η επίλυση προβλημάτων, η αναγνώριση και αποδοχή συνεπειών, αλλά και δεξιότητες διαπραγμάτευσης, καθώς μέσα από τις διαφωνίες με τους συνομηλίκους μαθαίνουν να υπερασπίζονται την γνώμη τους και να σέβονται αυτή των άλλων. Μαθαίνουν επίσης δικαιώματα και υποχρεώσεις, ευθύνες, το δίκαιο και το σωστό, την ευγενή άμιλλα, ώστε να γίνουν ενήλικες με αρχές και αξίες. Το σχολείο μεταλαμπαδεύει αρετές και καθιστά τα παιδιά από μονάδες σε μέλη της ομάδας, η οποία αντιπροσωπεύει την κοινωνία στην οποία θα κληθούν να σταθούν ως ενήλικες», σημειώνει η κ. Εύα Κοκκορού, κλινική ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος.
Σημαντική είναι επίσης για τα παιδιά και η επιστροφή σε μια πιο οικεία καθημερινότητα. «Τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν καμία ρουτίνα για εβδομάδες, αφιέρωναν πολύ χρόνο στις οθόνες και κοιμούνταν αργά το βράδυ, ενώ για πολλούς εφήβους ο βραδινός ύπνος μετατέθηκε στις πρώτες πρωινές ώρες», επισημαίνει η κ. Κοκκορού. «Η δημιουργία μιας νέας ρουτίνας βοηθά τα παιδιά να αισθάνονται πιο ασφαλή, καθώς ξέρουν τι να περιμένουν και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό ύστερα από μία στρεσογόνο περίοδο ανασφάλειας και αβεβαιότητας».
Η επιστροφή στη «φυσική» τάξη θα εξαλείψει επίσης τις ανισότητες που αναπόφευκτα έφερε η εξ αποστάσεως διδασκαλία των τελευταίων μηνών, οπότε μεγάλος αριθμός μαθητών, εξαιτίας της έλλειψης τεχνολογικών μέσων, δεν είχε τη δυνατότητα συμμετοχής στις ψηφιακές τάξεις. Επιπρόσθετα, θα αποκατασταθεί η επαφή με τον παιδαγωγό. Σε πρόσφατο άρθρο του Economist που συζητήθηκε πολύ, με τίτλο «Καθώς αίρουν τους περιορισμούς, οι κυβερνήσεις πρέπει να ανοίξουν πρώτα τα σχολεία», το διεθνούς κύρους περιοδικό τονίζει ότι «ούτε οι πανταχού παρόντες γονείς ούτε οι βιντεοδιασκέψεις μπορούν να αντικαταστήσουν τους πραγματικούς δασκάλους ή τις κοινωνικές δεξιότητες που αποκτώνται στο προαύλιο». Τέλος, ίσως υπάρχει ακόμη χρόνος για να επιστρέψουν στις τάξεις παιδιά από μειονότητες ή ευάλωτες κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού που έχουν μεγάλα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου, τα οποία αυξάνονται όσο μένουν εκτός σχολικής ζωής.
Οι φόβοι των γονιών είναι φυσικά θεμιτοί, συχνά όμως η αβεβαιότητά τους «πιθανότατα οφείλεται σε μια προσωπική τους ανησυχία για την ευημερία του παιδιού και όχι στην ίδια την κατάσταση, και μια συζήτηση με τους εκπαιδευτικούς ή με κάποιον ειδικό σε θέματα ψυχικής υγείας παιδιών θα μπορούσε να καθησυχάσει αυτούς τους φόβους», σημειώνει η κ. Κοκκορού.
Περίοδος προσαρμογής
Η μετάβαση από τις συνθήκες καραντίνας στη σχολική καθημερινότητα μπορεί να απαιτήσει μια περίοδο προσαρμογής. «Είναι σημαντικό οι γονείς που θα συμφωνήσουν με την επάνοδο στο σχολείο να δώσουν χρόνο και χώρο στα παιδιά να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Μπορεί οι γονείς να επιθυμούν οι μαθητές να επιστρέψουν κατευθείαν στο σχολικό πρόγραμμα και να τους ενθαρρύνουν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, αλλά δεν είναι όλα τα παιδιά συναισθηματικά σταθερά και έτοιμα για να το κάνουν. Πολλά παιδιά θα έχουν άγχος, γιατί αφήνοντας τους γονείς τους και επιστρέφοντας στο σχολείο είναι πιθανό να ανησυχούν τι θα συμβεί εάν μολυνθούν από κορωνοϊό στην τάξη, ενώ κάποια άλλα θα νιώθουν ανασφάλεια για την υγεία της οικογένειάς τους». Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει η κ. Κοκκορού, «η επανένωση με την ομάδα και η επανακοινωνικοποίηση, το μοίρασμα εμπειριών αλλά και η εξάσκηση σε έναν νέο τρόπο κοινωνικής ζωής είναι απαραίτητα για την επούλωση του τραύματος που άφησε πίσω της η καραντίνα».
Γράφει η Μαρία Αθανασίου στην Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου