Το χρονικό των γεγονότων από τις 22 ως τις 29 Οκτωβρίου 1912 – Η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη – Οι αντιδράσεις του πληθυσμού – Οι απαιτήσεις των Βουλγάρων και η άφιξη βουλγαρικών στρατευμάτων στη συμπρωτεύουσα.
Σήμερα, θα εστιάσουμε στα γεγονότα από τις 22 ως τις 29 Οκτωβρίου 1912, παραθέτοντας καινούργια στοιχεία αλλά και, αναπόφευκτα, κάποια στα οποία έχουμε αναφερθεί και στο άρθρο της 26/10/2016.
Η ανατίναξη του «Φετχί Μπουλέντ» (18/10/1912)
Οχτώ μέρες πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μια αναπάντεχη επιτυχία του Νικολάου Βότση, η βύθιση μετά από τορπιλισμό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ», προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα δε στους Έλληνες κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
Ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, είχε γεννηθεί στην Ύδρα και καταγόταν από παλαιά ναυτική οικογένεια του νησιού. Όταν άρχισε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, ο Βότσης ήταν κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «11». Αποστολή του ήταν να επιτηρεί την περιοχή του Ελευθεροχωρίου, στην παραλία της Κατερίνης, για να μην γίνει εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων και τροφίμων προς τους Τούρκους. Ο Βότσης πλέοντας σε όλη την έκταση του Θερμαϊκού, αποφάσισε να δράσει όπως οι θρυλικοί πυροβολητές του 1821. Να μπει δηλαδή κρυφά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και να βυθίσει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» που ναυλοχούσε εκεί, αποτελώντας απειλή για τα ελληνικά στρατεύματα που πλησίαζαν στην πόλη.
Πραγματικά, το τορπιλοβόλο «11», μπήκε τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το βύθισμα του τορπιλοβόλου, επέτρεψε στον Βότση να το οδηγήσει στο λιμάνι χωρίς να το αντιληφθούν οι Τούρκοι πυροβολητές του Καραμπουρνού. Επίσης, ο Βότσης κατάφερε με το τορπιλοβόλο να αποφύγει το φράγμα των ναρκών που είχαν ποντίσει οι Τούρκοι για την προστασία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Στις 11.30 μ.μ., ο Ν. Βότσης, εξαπέλυσε τις τορπίλες του και το «Φετχί Μπουλέντ», βυθίστηκε. Ο ιμάμης του πλοίου και 6 ναύτες που κοιμούνταν στην πλώρη του σκοτώθηκαν.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Από τις 22 Οκτωβρίου 1912, οι πρόξενοι των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, μετά την ήττα των Τούρκων στη μάχη των Γιαννιτσών, άρχισαν να κινούνται προς την κατεύθυνση της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες ειρηνικά. Ο Ταχσίν πασάς, επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων, αρχικά συμφώνησε αλλά στη συνέχεια άρχισε να κωλυσιεργεί , βλέποντας και την καθυστέρηση στις κινήσεις των Ελλήνων, λόγω της διστακτικότητας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Ίσως πίστευε ότι θα λάβει ενισχύεις από τουρκικά στρατεύματα ή καθυστερούσε καθώς είχε μάθει ότι η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Todorov. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήθελε ή να εξωθήσει Έλληνες και Βούλγαρους σε σύγκρουση ή να παραδώσει την πόλη στους Βούλγαρους.
Όμως, η τουρκική κυβέρνηση, καθώς ο βουλγαρικός στρατός βρισκόταν στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, έκρινε ότι αν η Βουλγαρία καταλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, θα σχημάτιζε ένα κράτος άμεσα απειλητικό για την οθωμανική αυτοκρατορία στη Βαλκανική. Έτσι, έδωσε εντολή στον Ταχσίν πασά να παραδώσει την Θεσσαλονίκη στους Έλληνες.
Στις 16.20 της 25/10/1912, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι συνοδεύοντας τον Τούρκο στρατηγό Σαδίκ, έφτασαν στο Ελληνικό Στρατηγείο, και δήλωσαν στον Διάδοχο Κωνσταντίνο ότι ο αρχιστράτηγος Ταχσίν είναι έτοιμος να του παραδώσει την Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος όμως προέβαλε σκληρούς όρους και έδωσε στον Ταχσίν προθεσμία 16 ωρών για να απαντήσει κατά πόσο τους αποδέχεται.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που παρακολουθούσε με αγωνία την πορεία του βουλγαρικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε ότι ο Κωνσταντίνος δεν μπήκε άμεσα στην πόλη στις 25 Οκτωβρίου, εξοργίστηκε. Έστειλε στον Κωνσταντίνο το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Αρχηγόν στρατού: Παραγγέλεσθε να αποδεχθείτε προσφερόμενην παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής.
Υπουργός Στρατιωτικών Ελευθ. Βενιζέλος».
(Αριθμ. πρωτοκόλλου υπουργ. Στρατιωτικών, 80,20).
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 1912
Στις 00.30, ο Διάδοχος λαμβάνει τηλεγράφημα από τον Λάμπρο Κορομηλά που τον ενημερώνει ότι στις 24 Οκτωβρίου οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σέρρες και συνεχίζουν την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 5 π.μ. έφτασαν στο Τοπσίν (σήμερα Γέφυρα), μετά από εντολή του Ταχσίν Πασά, ο ταξίαρχος του πυροβολικού Chefic πασάς με τον διευθυντή πολιτικών υποθέσεων, ελληνικής καταγωγής Καραμπιμπέρη. Τους δέχθηκε ο τότε επιτελάρχης Β. Δούσμανης με εντολή του Κωνσταντίνου και ζήτησε την παράδοση της πόλης άνευ όρων. Η αντιπροσωπεία των Τούρκων ζήτησε να παραμείνουν στη διάθεση του Ταχσίν πασά 5.000 όπλα για την εκγύμναση των νεοσύλλεκτων και την προστασία των άοπλων αιχμαλώτων. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και οι Τούρκοι ζήτησαν δίωρη προθεσμία για να απαντήσουν.
Στις 9.30 π.μ. με βάση το εκπονηθέν σχέδιο στρατιάς, μονάδες του πεζικού και η ταξιαρχία ιππικού κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από τους Τούρκους.
Στις 10.00 π.μ. οι πρόξενοι συναντήθηκαν και πάλι στο Διοικητήριο με τον βαλή, τους εκπροσώπους των κοινοτήτων και τον Chefic πασά ,εκπρόσωπο του Ταχσίν πασά που εξακολουθούσε να επιμένει στην εξαίρεση των 5.000 όπλων. Οι πρόξενοι θεώρησαν ότι η στάση αυτή έκρυβε υστεροβουλία και αποχώρησαν αρνούμενοι να συμμετάσχουν σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις, επιρρίπτοντας στον Ταχσίν πασά την ευθύνη για ό, τι θα συνέβαινε.
Ο βαλής με τον Chefic πασά έφυγαν για να συναντηθούν με τον Ταχσίν στο στρατηγείο στο Νταούτ Μπαλί (Ωραιόκαστρο). Ο Ταχσίν δεν άλλαξε γνώμη και έστειλε πάλι τους Chefic-Καραμπιμπέρη στη Γέφυρα. Συναντήθηκαν ξανά με τον Β. Δούσμανη ο οποίος χαρακτήρισε απαράδεκτο τον όρο για τα 5.000 όπλα. Οι Τούρκοι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και ο Δούσμανης έσπευσε να ενημερώσει τον Διάδοχο.
Στις 12.30 το στρατηγείο έλαβε τηλεγράφημα από (άγνωστο) πράκτορα που βρισκόταν μέσα στη Θεσσαλονίκη, που υποστήριζε ότι:
«Παρά τοις αρμοδίοις κύκλοις υπάρχει πεποίθησις ότι ο Ταχσίν συνεργούντος και αυτού του βαλή καταφεύγουν εις τας χρονοτριβάς ταύτας ελπίζοντες επέμβασιν Ευρωπαϊκήν ότι δε άμεσον κτύπημα θα επιφέρει το ποθούμενον».
Στις 13.00 ο Κορομηλάς στέλνει νέο τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο:
«Α.Β.Υ. Διάδοχον - Κατ’ επισήμους πληροφορίας Βούλγαροι κατέλαβον Δράμα χθες. Εις απάντησιν τηλεγραφήματος Υψηλότητας περί των εις Τζαμιά υπό των Τούρκων μεταβληθεισών Εκκλησιών, Κυβέρνησις συμφωνεί μεθ’ υμών ότι δέον να επαναφερθώσιν εις λατρείαν Χριστού. Η του Αγίου Δημητρίου εν Θεσσαλονίκη περιέχει του Αγίου τον τάφον. Ολόκληρος δε πόλις αναμένει είσοδον Ελληνικού Στρατού ίνα τελέσει εκεί εορτασμόν».
Λίγο πριν τις 15.00 κι ενώ ο Διάδοχος παρακολουθούσε έφιππος με το επιτελείο του την προέλαση της 1ης και 7ης Μεραρχίας από λόφο κοντά στο Σιαμλί, ένα μικρό τσιφλίκι ανατολικά του Ίγγλις (Αγχίαλος), εμφανίστηκε ο ανθυπίλαρχος Μαραθέας με μήνυμα του διοικητή της ταξιαρχίας ιππικού Καραμαλίκη, που ανέφερε πως στις 10.00 στο χωριό Αποστολάρ (Απόστολοι), η εμπροσθοφυλακή της ταξιαρχίας, συνάντησε φάλαγγα ιππικού και πεζικού Βούλγαρων και Σέρβων προερχόμενων από τη Δοϊράνη, που κινούνταν προς τη Θεσσαλονίκη και ότι σε απόσταση τριών ωρών κινούνταν από το δρόμο των Σερρών προς το Νότο η 7η βουλγαρική μεραρχία με επικεφαλής τον στρατηγό Georgi Todorov.
Ο Καραμαλίκης έστειλε τον ίλαρχο Λεβίδη, ο οποίος γνώριζε ρωσικά, για να συνεννοηθεί. Τότε, το στρατηγείο κατάλαβε ότι οι Βούλγαροι κινούνταν προς τη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ο Διάδοχος έστειλε τον Μαραθέα με ιδιόχειρη επιστολή στα γαλλικά στον Todorov, με την οποία τον ενημερώνει ότι βρίσκεται «…επί κεφαλής του Ελληνικού στρατού έμπροσθεν της πόλεως αυτής (της Θεσσαλονίκης) εις την οποίαν θα εισέλθω απόψε».
Επίσης, τον συμβουλεύει να μην ταλαιπωρεί τα στρατεύματα του με την «…ασκόπου προς Θεσσαλονίκης προελάσεως» και να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του όπου υπάρχει επείγουσα στρατιωτική ανάγκη. Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος έστειλε τον (τότε) υπίλαρχο Παπάγο στην 7η Μεραρχία με τη διαταγή: «Σπεύσατε να καταλάβετε την Θεσσαλονίκην». Η 7η Μεραρχία του Κλεομένη Κλεομένους, εκείνες τις ώρες συγκεντρωνόταν μεταξύ Ντουντουλάρ (Διαβατά) και Χαρμανκιόι (Ελευθέριο-Κορδελιό).
Την ίδια εντολή έστειλε ο διάδοχος και προς το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου, ενώ ειδοποιήθηκε και ο Καλλέργης, επικεφαλής της 2ης μεραρχίας που βρισκόταν στο Πουρνάρι (στο μέσο της απόστασης μεταξύ Αποστόλων και Θεσσαλονίκης), να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παρεμπόδιση της προέλασης των Βούλγαρων προς τη Θεσσαλονίκη.
Στο μεταξύ, ο Chefik πασάς επέστρεψε στο τουρκικό στρατηγείο. Ο Ταχσίν, έχοντας λάβει αρνητικές απαντήσεις από όλους τους διοικητές του, στο ερώτημα που τους έθεσε αν μπορούν να αμυνθούν αξιοπρεπώς και βλέποντας την «ελληνική τανάλια» να σφίγγει την Θεσσαλονίκη, αποφάσισε να παραδώσει την πόλη και έστειλε στον Κωνσταντίνο την εξής επιστολή:
«Προς την Υψηλότητα τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο, αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού. Έχω την τιμή να πληροφορήσω την Υμετέραν Υψηλότητα, ότι αποδέχομαι τη χθεσινή πρόταση της Υψηλότητάς σας.
Χασάν Ταχσίν πασάς. Διοικητής της 8ης Στρατιάς του Οθωμανικού Στρατού».
Στις 16.00, έφιππος Τούρκος αξιωματικός παρέδωσε ανοιχτό φάκελο με την παραπάνω επιστολή στον λοχαγό Αλεξάνδρο Μαζαράκη. Στις 17.30 ο, Μαζαράκης με τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Σπύρο Αλιμπέρτη παρέδωσαν την επιστολή στον Διάδοχο, ο οποίος έστειλε τον λοχαγό του πυροβολικού Αθανάσιο Εξαδάκτυλο με διαταγή να διακοπεί η προέλαση. Παράλληλα, Τούρκοι κήρυκες έφιπποι αλλά και με ποδήλατα κινούνταν κοντά στα ελληνικά στρατεύματα, μεταδίδοντας την πληροφορία ότι η Θεσσαλονίκη και ο τουρκικός στρατός είχαν παραδοθεί. Στο μεταξύ, ο βουλγαρικός στρατός συνέχιζε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, έχοντας λάβει εντολή από την Σόφια για άμεση είσοδο στην πόλη.
Με νέα του επιστολή, ο Διάδοχος ενημέρωνε τον Todorov ότι η Θεσσαλονίκη είχε παραδοθεί. Επίσης, ο Κωνσταντίνος έστειλε λεπτομερή έκθεση των γεγονότων στο βασιλιά Γεώργιο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ ανέθεσε στους Δούσμανη και Μεταξά να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσουν τον Ταχσίν πασά και να υπογράψουν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, όπως του είχε ζητήσει ο Οθωμανός στρατιωτικός.
Τους δύο αξιωματικούς συνόδευσαν εθελοντικά ο υπολοχαγός του Πεζικού Δ. Γεωργίου και ο ιππέας Μ. Μπαλτατζής. Η συνάντηση έγινε τελικά στο Διοικητήριο. Οι συνομιλίες με τον Ταχσίν πασά έγιναν στα ελληνικά, καθώς αυτός είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία σχολή των Ιωαννίνων! Το πρωτόκολλο παράδοσης συντάχθηκε στα Γαλλικά και υπογράφτηκε στη 1.30 μετά τα μεσάνυχτα. Αντίγραφα δεν κρατήθηκαν, ούτε στα ελληνικά, ούτε στα τουρκικά. Ωστόσο, στο πρωτόκολλο, ως ημέρα παράδοσης, αναφέρεται η 26η Οκτωβρίου και ώρα 23.30.
Αυτό έγινε και για συμβολικούς εθνικούς -θρησκευτικούς λόγους, για να τιμηθεί ο προστάτης και πολιούχος της πόλης Άγιος Δημήτριος, αλλά και για να τεκμηριωθεί επίσημα ότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη μία μέρα νωρίτερα, κάτι που αποδείχθηκε σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο στις βουλγαρικές αξιώσεις για την κυριαρχία της πόλης. Στον ελληνικό στρατό, παραδόθηκαν αιχμάλωτοι 1.000 Τούρκοι αξιωματικοί, 25.000 οπλίτες, ενώ περιήλθαν στην κατοχή του 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 7.000 ντουφέκια, 1.200 άλογα και άφθονο πολεμικό υλικό.
Ο ελληνικός στρατός στην Θεσσαλονίκη
Στις 8.15 π.μ. της 27ης Οκτωβρίου, οι Δούσμανης και Μεταξάς επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψουν συμπληρωματικό πρωτόκολλο με τον Ταχσίν πασά,
Από το προηγούμενο βράδυ όμως, ορισμένοι εύζωνοι και Έλληνες αξιωματικοί, είχαν μπει σε ομάδες στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παρασκευόπουλο, το πρώτο ελληνικό τμήμα που εισήλθε στην πόλη, ήταν το απόσπασμα χωροφυλάκων υπό τον αξιωματικό Μανώλη Μανωλικίδη, ενώ σύμφωνα με τον Χαρίλαο Χαρίση, πρώτος μπήκε ουλαμός της 4ης ίλης του 1ου ιππικού συντάγματος.
Όταν οι Δούσμανης και Μεταξάς, συνοδευόμενοι από τον λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο και τον δεκανέα Ίωνα Δραγούμη, βοηθό στα πολιτικά ζητήματα έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, βρήκαν Ελληνίδες και Έλληνες κάθε ηλικίας να ζητωκραυγάζουν στους δρόμους κρατώντας ελληνικές σημαίες.
Στις 9.00 π.μ. ο Δούσμανης με τον Μεταξά πήγαν στο ρωσικό προξενείο, όπου ανακοίνωσαν στον Ρώσο πρόξενο Belaiev την παράδοση της πόλης.
Το ίδιο έγινε και με τον πρόξενο της Μ. Βρετανίας Henry Lamb. Ο Δραγούμης είχε πληροφορίες ότι οι πρόξενοι σκόπευαν να αποβιβάσουν αγήματα από τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την κατάληψη και φρούρηση της πόλης, κυρίως μετά από έντονη επιμονή του Αυστριακού προξένου Kral.
Το συμπληρωματικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε και στάλθηκε στον Διάδοχο, ο οποίος όμως, εξοργίζοντας ακόμα και αξιωματικούς, όπως τον Δούσμανη, επέμενε να μην μεταβεί στη Θεσσαλονίκη.
Σταδιακά, ο ελληνικός στρατός, άρχισε να μπαίνει στην πόλη, γνωρίζοντας την αποθέωση από τον ελληνικό πληθυσμό της.
Γράδει ο Κ. Ζωρογιαννίδης:
«27η Οκτωβρίου. Περί την 6ην πρωινήν ώραν ολόκληρος η Μεραρχία εισήρχετο και κατελάμβανε την Θεσσαλονίκην υπό τον έξαλλον ενθουσιασμόν των κατοίκων και τους ραντισμούς δι’ ανθέων εκ των παραθύρων και την εξωστών των οικιών. Οι Εβραίοι στα μαύρα και κατηφείς».
Και ο Α. Βακαλόπουλος:
«Από τον καταυλισμό του ως το Διοικητήριο και απ’ αυτό ως τους στρατώνες οι άνδρες βάδιζαν τρεις ολόκληρες ώρες μέσα σε αποθέωση. Έξαλλοι από τον ενθουσιασμό οι κάτοικοι ζητωκραύγαζαν, φώναζαν, τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια. Από τους εξώστες, τα παράθυρα, τις στέγες, τις σκαλωσιές των κτιρίων ρίχνοντας ανθοδέσμες, κουφέτα, αφήνοντας περιστέρια, κορδέλες άσπρες και γαλάζιες».
Ο Κωνσταντίνος, καθώς πλέον οι Βούλγαροι βρίσκονταν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αποφάσισε τελικά να μπει στην πόλη, αντιλαμβανόμενος ότι ακόμα και η ελάχιστη καθυστέρηση, ίσως ήταν μοιραία. Στις 5.00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912, έφτασε με τους επιτελείς του στον σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου και διέταξε τον διοικητή της 7ης Μεραρχίας Κλεομένη, να εμποδίσει την είσοδο των Βούλγαρων στην πόλη.
Για να επισφραγίσει την ελληνική κυριαρχία, ο Διάδοχος διέταξε τον πρίγκιπα Ανδρέα να παρουσιαστεί στον Άγγλο ναύαρχο, αρχηγό της αγγλικής μοίρας που βρισκόταν στο λιμάνι και να του ζητήσει να χαιρετήσει την ελληνική σημαία, η έπαρση της οποίας θα γινόταν στις 7.00 στον Λευκό Πύργο. Ο Άγγλος δέχθηκε, ζήτησε όμως να ανταποδοθεί ο χαιρετισμός με βολές πυροβολικού.
Στις 8.00 ο Διάδοχος με τους επιτελείς του συναντήθηκε στο Διοικητήριο με τον Ταχσίν πασά, ο οποίος του παρέδωσε και επίσημα την πόλη και αποχώρησε. Στις 12.00 το μεσημέρι έγινε δοξολογία στον, τότε, μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, στις 13.30 παρέλαση ενώπιον του Κωνσταντίνου από τους άνδρες της 1ης Μεραρχίας ενώ στις 14.30 ο Διάδοχος δέχτηκε στο Διοικητήριο τις αρχές της πόλης, τους θρησκευτικούς αρχηγούς, τους πρόξενους και τον κυβερνήτη του αγγλικού πολεμικού πλοίου που βρισκόταν στο λιμάνι.
Την επόμενη μέρα, 29 Οκτωβρίου 1912, στις 10.30 π.μ. ο Βασιλιάς Γεώργιος με τη συνοδεία του μπήκαν στη Θεσσαλονίκη επισφραγίζοντας και τυπικά την απελευθέρωση της πόλης, 482 χρόνια μετά την άλωσή της από τους Τούρκους.
Τα βουλγαρικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη
Ενώ ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη ,έφτασε σ’ αυτή ο Βούλγαρος στρατηγός Todorov ζητώντας να εισέλθει στην πόλη ένα βουλγαρικό τάγμα καθώς λόγω της κακοκαιρίας ο στρατός του είχε δεινοπαθήσει.
Ο Διάδοχος δέχθηκε το αίτημα φιλοξενίας ξεκαθαρίζοντας όμως ότι δεν υπήρχε περίπτωση συγκυριαρχίας (condominimum). Τελικά στην Θεσσαλονίκη μπήκε ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα ,παρελαύνοντας μάλιστα ,στις 29 Οκτωβρίου 1912. Όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης δέχτηκαν με ψυχρότητα την εμφάνιση και παραμονή στην πόλη των Βουλγάρων που προοιωνίζονταν νέες συγκρούσεις για τη «νύμφη του Θερμαϊκού».
Πολύς λόγος έχει γίνει για την αργοπορία του Κωνσταντίνου να μπει στη Θεσσαλονίκη. Αυτό προκάλεσε την οργή του Βενιζέλου, τη σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών και ήταν προανάκρουσμα του εθνικού διχασμού και των όσων ακολούθησαν.
Ο Σαράντος Καργάκος γράφει:
«Αν η Θεσσαλονίκη είχε καταληφθεί στις 23-24 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος πιθανώς να πρόφθαινε τον σερβικό στρατό και να έμπαινε μαζί του στο Μοναστήρι με δικαίωμα της συγκατοχής. Αλλ’ όλοι post factum (εκ των υστέρων, μετά τα γεγονότα) είμαστε σοφοί. Ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε να χύσει κι άλλο αίμα για τη Θεσσαλονίκη. Έβλεπε ότι το αίμα θα χρειαζόταν για την επίτευξη άλλων αντικειμενικών σκοπών».
Έτσι γράφτηκαν ένας θριαμβικός επίλογος με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και ένας θλιβερός πρόλογος, με την είσοδο των βουλγαρικών στρατευμάτων σ’ αυτή ,που τερματίστηκε με τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Πηγές:
Γιάννης Μέγας, «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1912-1913», UNIVERSITY STUDIO PRESS, 2011.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ», ΑΘΗΝΑ 2012.
Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316 π.Χ.-1983», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, 1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου