Σήμερα, στις αραβικές χώρες συμβαίνει μεγάλη αναταραχή. Η
αναταραχή ξεδιπλώνεται, ενώ παράλληλα μεγάλος αριθμός
χωρών επιδιώκουν καθεμία τα δικά της συμφέροντα στην
περιοχή. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει
ηγεμονεύουσα δύναμη. Η συνέπεια είναι ότι υπάρχει πολλή
οργή, αλλά οι διαφορετικοί γεωπολιτικοί παίκτες μοιάζουν
διστακτικοί και αναποτελεσματικοί συνάμα. Μιλούν
περισσότεορ από ό,τι δρουν.
Από γεωπολιτική άποψη η προσοχή είναι εστιασμένη στη Συρία, όπου το καθεστώς και οι εσωτερικοί του αντίπαλοι βρίσκονται σε κλιμακούμενη διαμάχη εδώ και αρκετό και καιρό. Ποιος μάχεται ποιον και γιατί, είναι ένα ζήτημα για το οποίο οι αφηγήσεις των δύο πλευρών διαφέρουν εντελώς. Η συριακή κυβέρνηση αντιτίθεται σε κάθε εξωτερική ανάμειξη στις εσωτερικές διαμάχες της Συρίας, ενώ οι αντίπαλοί της διαρκώς καλούν για έξωθεν ανάμειξη, προς επίρρωση της δικής τους πλευράς βέβαια.
Οι ΗΠΑ, μέχρι πρότινος ηγεμονεύουσα δύναμη, έχει απευθύνει δημόσιο κάλεσμα για αποκήρυξη του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος το οποίο οι ΗΠΑ θεωρούν πιο αντιπροσωπευτικό για το συριακό λαό. Επιπλέον έχουν καλέσει την κυβέρνηση να παύσει τη στρατιωτική δράση στο εσωτερικό ενάντια στους αντιπάλους της. Έχουν ανεπιτυχώς αναζητήσει την υιοθέτηση υποστηρικτικών αποφάσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επέβαλαν μονομερώς οικονομικές κυρώσεις στη Συρία. Διατείνονται ότι θα προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στους Σύριους που βρίσκονται εντός της χώρας και σε εξορία. Συναντώνται συστηματικά με άλλες δυνάμεις για τα επόμενα βήματα.
Γιατί δεν επεμβαίνουν οι ΗΠΑ
Αυτό που δεν έχουν κάνει οι ΗΠΑ είναι να εμπλακούν σε άμεση στρατιωτική δράση στη Συρία, μόνες ή σε συνεννόηση με άλλες χώρες. Πρόσφατα, ο αμερικάνος υπουργός Άμυνας, Λέον Πανέτα, έδωσε συνέντευξη στο Associated Press, στην οποία είπε ότι, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρξει «μείζονα πολιτική απόφαση». Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποφυγή μιας τέτοιας απόφασης. Αφενός, μια τέτοια απόφαση δεν θα είχε τη νομιμοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως στη Λιβύη, ή τουλάχιστον τη νομιμοποίηση που ισχυρίστηκαν ότι είχαν οι νατοϊκές δυνάμεις.
Βέβαια, οι ΗΠΑ αναμείχθηκαν σε στρατιωτική δράση στο Ιράκ το 2003 παρά την αποτυχία να επιτευχθεί ανάλογη απόφαση του ΟΗΕ. Κάνοντας, όμως, μια αναδρομή στο παρελθόν, πολλοί φαίνεται να θεωρούν ότι η επέμβαση στο Ιράκ δεν ήταν επιτυχής και ενυπάρχει ο φόβος ότι θα επαναληφθούν ο ιαρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας επέμβασης. Αυτή είναι μια δεύτερη εξήγηση.
Υπάρχει και τρίτη εξήγηση, ότι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού πιστεύουν ότι το στράτευμα είναι ήδη ιδιαίτερα ταλαιπωρημένο στη Μέση Ανατολή και ότι ο συριακός στρατός θα παρουσιάσει πολύ σοβαρότερη αντίσταση σε έξωθεν επέμβαση από ό,τι ο στρατός του Καντάφι.
Η τέταρτη εξήγηση μπορεί να συνοψισθεί ως αντιπολεμική ανησυχία από την πλευρά της αμερικανικής κοινής γνώμης. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία θεωρεί ότι η επέμβαση στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ήταν λάθη τέτοια που δεν πρέπει να επαναληφθούν.
Μια πέμπτη εξήγηση μπορεί να είναι ότι οι ΗΠΑ, παρά την ανακήρυξη του μπααθικού καθεστώτος ως μη φιλικού, διατηρούν σοβαρή αβεβαιότητα, ίσως και έντονη επιφύλαξη, για το τι θα συνέβαινε στη Συρία εάν το μπααθικό καθεστώς έχανε την εξουσία. Ανησυχούν για την πιθανότητα μια ομάδα τύπου αλ Κάιντα να αποκτήσει σημαντική εξουσία στην μετα-μπααθική Συρία. Επίσης πιστεύουν ότι θα υπάρξει μια πάλη για την εξουσία μεταξύ φατριών που θα δημιουργούσε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή στο Αφγανιστάν μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1992. Οι Αλεβίτες υποστηρικτές του τωρινού καθεστώτος μπορεί να αποσυρθούν στις ορεινές περιοχές από όπου κατάγονται και να συνεχίσουν να μάχονται από εκεί. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας ακόμα φόβος, της καταπίεσης μειονοτήτων από το διάδοχο καθεστώς –των Χριστιανών συμπεριλαμβανομένων.
Εν συντομία, οι ΗΠΑ πράγματι επιδιώκουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαμάχη στις ΗΠΑ ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον τους και εάν έχουν τη γεωπολιτική ισχύ να επηρεάσουν την κατάσταση προς την κατεύθυνση που θεωρούν καλύτερη. Η αντίδραση των Σύριων απέναντι στις δράσεις και τις μη δράσεις των ΗΠΑ είναι αρνητική και στις δύο πλευρές. Η συριακή κυβέρνηση καταδίκασε τις ΗΠΑ για την πίεση που ασκούν στον πρόεδρο να αποχωρήσει. Οι αντιτιθέμενες δυνάμεις, από την άλλη, εξέφρασαν δημόσια την εξαπάτησή τους όσον αφορά τη μη εμπλοκή των ΗΠΑ προς την κατεύθυνση που επιθυμούν και διακήρυξαν ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν σε σοβαρή αμερικανική δράση.
Οι δύο πρώην αποικιακές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, παραπαίουν σαν τις ΗΠΑ, απλώς πιο έντονα. Οι καταδίκες του Άσαντ ήρθαν νωρίς και με ένταση. Ωστόσο, η επιφύλαξη για άμεση στρατιωτική δράση μοιάζει επίσης να ήρθε νωρίς και με ένταση. Οι λιβυκή εμπλοκή επέδειξε τα όρια της στρατιωτικής τους αποτελεσματικότητας δίχως την άμεση συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ο Τζούλιαν Μπέργκερ, ο συντάκτης του «Guardian» επί διπλωματικών θεμάτων, έγραψε στις 13 Αυγούστου: «Οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλλία παλεύουν να διατηρήσουν την επιρροή τους εν μέσω φόβων ότι η μεγαλύτερη υποστήριξη από τις χώρες του Κόλπου έχει εκτραπεί προς εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες». Ο Μπέργκερ λέει επίσης ότι ο Τζον Γουίλκς, βρετανός ειδικός απεσταλμένος στη συριακή αντιπολίτευση, πήγε στην Ισταμπούλ για να συναντήσει υψηλό αντιπρόσωπο του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου. Ο Γουίλκς υπογράμμισε δύο ζήτήματα: Πρώτον, ότι η βρετανική κυβέρνηση επιθυμεί να αποφευχθεί η διάχυση της συριακής βίας στην Τουρκία. Δεύτερον, η βρετανική κυβέρνηση ενημέρωσε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων αποτελεί «προϋπόθεση για μελλοντική συνεργασία».
Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Λοράν Φαμπιούς, πιστεύει ότι η κυβέρνηση του Σαρκοζί είχε υπερεπενδύσει στο Συριακό Εθνικό Συμβούλιο και αναζητούσε μετ’ επιτάσεως στήριξη για τον Μανάφ Τλας, έναν εξέχοντα Σουνίτη στρατιωτικό αποστάτη που προέρχεται απο το καθεστώς. Το πρόβλημα για τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, όπως και για τις ΗΠΑ, δεν είναι μόνο ποιον να υποστηρίξουν και με ποιον τρόπο, αλλά και εάν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την εσωτερική κατάσταση σημαντικά.
Οι χώρες του Κόλπου έχουν τα δικά τους συμφέροντα
Μήπως έχουν οι χώρες του Κόλπου αυτήν τη δυνατότητα; Και αυτές επίσης επιδιώκουν τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα. Ωστόσο, οι δύο πιο ενεργές χώρες, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, δεν έχουν ταυτόσημες πολιτικές επιδιώξεις. Το Κατάρ δεν έκρυψε ότι προμήθευε με χρήματα και όπλα τους αντιπολιτευόμενους το συριακό καθεστώς, ίσως ιδιαίτερα ομάδες Σαλαφιτών και Τζιχαντιστών. Το Κατάρ επιχειρεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία να αναδειχθεί σε κυρίαρχο παίκτη στη Μέση Ανατολή, επαναλαμβάνοντας το ρόλο που έπαιξε στη Λιβύη. Με μια τέτοια πολιτική επιδίωξη όμως, δεν επιχειρεί να αναστείλει κάθε πιθανή απόπειρα της Σαουδικής Αραβίας να αφομοιώσει όλες τις χώρες του Κόλπου;
Η Σαουδική Αραβία μοιάζει τόσο αμφιταλαντευόμενη όσο οι ΗΠΑ. Προβάλλει ως η χώρα υπερασπιστής των απανταχού Σουνιτών Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα έναντι των Σιιτών και του Ιράν. Ωστόσο, δεν αποδέχονται όλοι οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι τον ηγετικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας, με δεδομένη την αφοσίωση τους στο Γουαχαμπί Ισλάμ. Το σαουδαραβικό καθεστώς δεν βλέπει όλους τους Σουνίτες με επιείκεια.
Συνεπώς η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες για να επιβεβαιώσει έναν ηγετικό ρόλο. Το σαουδαραβικό καθεστώς ανησυχεί για την ενδυνάμωση της θέσης στη Μέση Ανατολή δύο άλλων σουνιτικών ομάδων. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ενστερνίζονται μια διαφορετική εκδοχή της σουνιτικής ορθοδοξίας. Επιπλέον, ο φυσικός τους χώρος, πολιτικά και θεολογικά, παραμένει η Αίγυπτος. Η αναζωογόνηση τους στην Αίγυπτο, και αλλού, μπορεί να επιτρέψει στην Αίγυπτο να επανακάμψει στον αλλοτινό της ρόλο ως το πρωτεύον κράτος στον αραβικό κόσμο αποκαθηλώνοντας τη Σαουδική Αραβία. Τα χειρότερα, όμως, για τους Σαουδάραβες είναι η ενδυνάμωση της αλ Κάιντα, η οποία είναι αφοσιωμένη στην εκπαραθύρωση του σαουδαραβικού καθεστώτος που θεωρεί διαφθαρμένο και αντι-ισλαμικό.
Το πρόβλημα για τη Σαουδική Αραβία είναι ότι οι αντιπολιτευόμενες ομάδες είναι υπό την ηγεσία είτε των Αδελφών Μουσουλμάνων είτε της αλ Κάιντα είτε κοσμικών ή και όλων των προηγουμένων, κανείς από τους οποίους δεν χαροποιεί τους Σαουδάραβες. Έτσι, παρά τη θέληση τους να ψαλιδίσουν τα φτερά του Ιράν και τη ρητή αποδοχή του ρόλου του εγγυητή του σουνιτικού Ισλάμ, δεν είναι βέβαιο ότι παρέχουν ικανό οπλισμό στις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Η σημασία του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή αυξάνεται σταθερά. Η επιθυμία της να αναδειχθεί σε μείζονα παίκτη απορροφά μεγάλο μέρος της διπλωματίας της. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς ακριβώς ποια πολιτική επιδιώκει η Τουρκία. Είναι σαφές ότι έχει γίνει αρκετά κριτικοί απέναντι στον αλ Άσαντ και το μπααθικό καθεστώς. Προσφέρουν καταφύγιο (αν και αρκετό επίφοβο) σε Σύρους αντιπολιτευόμενους. Παράλληλα, επιμένουν ότι οι συριακές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις ίσως δεν αναπτύξουν βίαιη δράση από το εσωτερικό της Τουρκίας. Οι Τούρκοι αντιστέκονται στη συζήτηση για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Η στήριξη που φαίνεται να δίνουν στην αντιπολίτευση είναι μάλλον ρητορική και ανθρωπιστική παρά στρατιωτική. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση είναι απασχολημένη με το κουρδικό κίνημα. Οι Κούρδοι της Συρίας φαίνεται ότι αξιοποιούν την αναταραχή, ώστε να οργανώσουν τον έλεγχο των κουρδικών περιοχών, ενώ το μπααθικό καθεστώς δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους περιορίσει.
Ο πρωταρχικός στόχος της Αιγύπτου είναι να επανακαθοριστεί ως ηγετικό αραβικό κράτος. Με το βλέμμα σε αυτό το στόχο, το νέο καθεστώς θα αναζητήσει να επανακαθορίσει τις σχέσεις του αναφορικά με το ζήτημα κλειδί, το Παλαιστινιακό, χωρίς να αποκοπεί ιδιαίτερα, όμως, από τις ΗΠΑ. Η Συρία είναι η επόμενη αναφορά στην πορεία προς αυτόν τον εύθραυστο στόχο.
Το Ιράν και η Ιορδανία βρίσκονται σε δίλημμα, εξαιτίας της ανησυχίας ότι η συριακή αναταραχή μπορεί να επηρεάσει και τη δική τους εύθραυστη εσωτερική σταθερότητα. Και οι δύο δέχονται αντιπολιτευόμενους Σύρους πρόσφυγες, αλλά και οι δύο φαίνεται να τους αναγκάζουν να διαβιούν σε στενά ελεγχόμενες κατασκηνώσεις, αποκλείοντάς τους από κάθε πολιτική ή στρατιωτική δράση. Αυτή η επιλογή οδήγησε ορισμένους εξόριστους να επιστρέψουν στη Συρία έχοντας την αίσθηση ότι είναι πιο άνετοι εκεί. Οι Παλαιστίνιοι υιοθετούν την ίδια συνετή στάση.
Το πρωταρχικό γεωπολιτικό συμφέρον του Λιβάνου είναι να διατηρήσει την εξαιρετικά εύθραυστη εσωτερική του κατάσταση. Ωστόσο, δεδομένων των στενών δεσμών που διατηρούν διάφορες λιβανέζικες ομάδες με δυνάμεις στη Συρία, μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο να διατηρήσει ουδέτερη στάση. Η Γαλλία τους ωθεί επιτακτικά σε μια τέτοια στάση.
Ισραήλ, Συρία, Ιράν: Το τρίγωνο του κινδύνου
Ο ρόλος του Ισραήλ δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Εδώ και κάποιο διάστημα, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει αναγάγει σε πρώτο μέλημά της την απόκρουση της πιθανότητας ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν. Δεν είναι σαφές ότι μπορούν να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Πού υπεισέρχεται η Συρία, η γεωπολιτική σύμμαχος – κλειδί του Ιράν στην περιοχή; Η Συρία είναι επίσης ένας σχετικά ήρεμος γείτονας για το Ισραήλ. Ενώ το Ισραήλ θέλει να αποδυναμώσει το Ιράν (και η πτώση του καθεστώτος θα το έκανε αυτό), έχει συνείδηση ότι οι δυνάμεις που θα διαδέχονταν το καθεστώς είναι πιθανό να αναδεικνύονταν σε πολύ λιγότερο ήρεμο γείτονα. Αυτή η παραδοχή κάνει το Ισραήλ να τηρεί σιγή ιχθύος στη συριακή αναταραχή.
Το Ιράν, από την πλευρά του, ο γίγαντας της περιοχής, αναζητά αναγνώριση του δικαιώματός του να συμπεριλαμβάνεται στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το μέλλον της περιοχής, ιδιαίτερα της Συρίας. Αυτό ακριβώς αρνούνται να αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Συνεπώς το Ιράν δεν έχει τίποτα να χάσει και πολλά να κερδίσει στηρίζοντας το συριάκο καθεστώς και προσφέροντας τον εαυτό του ως έντιμο διαμεσολαβητή για τη Συρία.
Η γραμμή άμυνας Ρωσίας - Κίνας
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν διακριτές ανησυχίες: ναυτικές βάσεις και πηγές ενέργειας. Όμως υπάρχουν και βαθύτερα ζητήματα για αυτές. Επιμένων σταθερά ότι αυτό που συνέβη στη Λιβύη δεν πρέπει να ξανασυμβεί. Πιστεύουν ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν μαι αμφιλεγόμενη απόφαση του ΟΗΕ για να κάνουν χρήση στρατιωτικής ισχύος ώστε να ανατρέψουν τα καθεστώτα και να ενδυναμώσουν το δικό τους ρόλο στο γεωπολιτικό χάρτη. Αντιλαμβάνονται τις ΗΠΑ, την αλλοτινή ηγεμονική δύναμη, που δεν είναι σε θέση ακόμα να αποδεχθεί τη κάμψη της, ως τον κυριότερο κίνδυνο για την περιοχή. Κάνουν χρήση το βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να αποτρέψουν πιθανή κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στην περιοχή. Δεν διατηρούν καμία ιδιαίτερη προτίμηση στο αλ Άσαντ ή στο μπααθικό καθεστώς, αναμένουν την ευκαιρία τους για να εργαστούν για μια πολιτική λύση των εσωτερικών συγκρούσεων στη Συρία.
Το κυριότερο συμπέρασμα από αυτή τη μελέτη είναι ότι οι διαφορετικές δυνάμεις εξουδετερώνουν η μία την άλλη. Κανείς αυτή τη στιγμή δεν έχει ιδιαίτερη δυναμική ώστε να επηρεάσει την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Συρία. Είναι όλοι τους καταδικασμένοι να μιλούν περισσότερο από ό,τι δρουν. Οι συνέπειες αυτού το γεωπολιτικού αδιεξόδου αναφορικά με τα εσωτερικά της Συρίας παραμένουν λοιπόν ιδιαίτερα αβέβαιες. Τελικά οι εσωτερικοί παίκτες παραμένουν κατά βάση μόνοι τους.
* Ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν είναι κοινωνιολόγος, θεωρητικός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, διευθυντής του ερευνητικού κέντρου Φερνάν Μπροντέλ και πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης της Κοινωνιολογίας (ISA). Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε πριν αρκετά χρόνια χάρη στο βιβλίο «Φυλή, Έθνος, Τάξη», που συνέγραψε με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, και μετέφρασε ο δικός μας Άγγελος Ελεφάντης, το ευσύνοπτο «Ιστορικός Καπιταλισμός», και τα «Η παρακμή της Αμερικανικής Ισχύος» και «Μετά το Νεοφιλελευθερισμό». Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Σπουδών Αλ Τζαζίρα.
Του Ιμάνουελ Βαλερστάιν*
Μετάφραση: Ζωή Γεωργο
Από γεωπολιτική άποψη η προσοχή είναι εστιασμένη στη Συρία, όπου το καθεστώς και οι εσωτερικοί του αντίπαλοι βρίσκονται σε κλιμακούμενη διαμάχη εδώ και αρκετό και καιρό. Ποιος μάχεται ποιον και γιατί, είναι ένα ζήτημα για το οποίο οι αφηγήσεις των δύο πλευρών διαφέρουν εντελώς. Η συριακή κυβέρνηση αντιτίθεται σε κάθε εξωτερική ανάμειξη στις εσωτερικές διαμάχες της Συρίας, ενώ οι αντίπαλοί της διαρκώς καλούν για έξωθεν ανάμειξη, προς επίρρωση της δικής τους πλευράς βέβαια.
Οι ΗΠΑ, μέχρι πρότινος ηγεμονεύουσα δύναμη, έχει απευθύνει δημόσιο κάλεσμα για αποκήρυξη του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος το οποίο οι ΗΠΑ θεωρούν πιο αντιπροσωπευτικό για το συριακό λαό. Επιπλέον έχουν καλέσει την κυβέρνηση να παύσει τη στρατιωτική δράση στο εσωτερικό ενάντια στους αντιπάλους της. Έχουν ανεπιτυχώς αναζητήσει την υιοθέτηση υποστηρικτικών αποφάσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επέβαλαν μονομερώς οικονομικές κυρώσεις στη Συρία. Διατείνονται ότι θα προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στους Σύριους που βρίσκονται εντός της χώρας και σε εξορία. Συναντώνται συστηματικά με άλλες δυνάμεις για τα επόμενα βήματα.
Γιατί δεν επεμβαίνουν οι ΗΠΑ
Αυτό που δεν έχουν κάνει οι ΗΠΑ είναι να εμπλακούν σε άμεση στρατιωτική δράση στη Συρία, μόνες ή σε συνεννόηση με άλλες χώρες. Πρόσφατα, ο αμερικάνος υπουργός Άμυνας, Λέον Πανέτα, έδωσε συνέντευξη στο Associated Press, στην οποία είπε ότι, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρξει «μείζονα πολιτική απόφαση». Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποφυγή μιας τέτοιας απόφασης. Αφενός, μια τέτοια απόφαση δεν θα είχε τη νομιμοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως στη Λιβύη, ή τουλάχιστον τη νομιμοποίηση που ισχυρίστηκαν ότι είχαν οι νατοϊκές δυνάμεις.
Βέβαια, οι ΗΠΑ αναμείχθηκαν σε στρατιωτική δράση στο Ιράκ το 2003 παρά την αποτυχία να επιτευχθεί ανάλογη απόφαση του ΟΗΕ. Κάνοντας, όμως, μια αναδρομή στο παρελθόν, πολλοί φαίνεται να θεωρούν ότι η επέμβαση στο Ιράκ δεν ήταν επιτυχής και ενυπάρχει ο φόβος ότι θα επαναληφθούν ο ιαρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας επέμβασης. Αυτή είναι μια δεύτερη εξήγηση.
Υπάρχει και τρίτη εξήγηση, ότι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού πιστεύουν ότι το στράτευμα είναι ήδη ιδιαίτερα ταλαιπωρημένο στη Μέση Ανατολή και ότι ο συριακός στρατός θα παρουσιάσει πολύ σοβαρότερη αντίσταση σε έξωθεν επέμβαση από ό,τι ο στρατός του Καντάφι.
Η τέταρτη εξήγηση μπορεί να συνοψισθεί ως αντιπολεμική ανησυχία από την πλευρά της αμερικανικής κοινής γνώμης. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία θεωρεί ότι η επέμβαση στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ήταν λάθη τέτοια που δεν πρέπει να επαναληφθούν.
Μια πέμπτη εξήγηση μπορεί να είναι ότι οι ΗΠΑ, παρά την ανακήρυξη του μπααθικού καθεστώτος ως μη φιλικού, διατηρούν σοβαρή αβεβαιότητα, ίσως και έντονη επιφύλαξη, για το τι θα συνέβαινε στη Συρία εάν το μπααθικό καθεστώς έχανε την εξουσία. Ανησυχούν για την πιθανότητα μια ομάδα τύπου αλ Κάιντα να αποκτήσει σημαντική εξουσία στην μετα-μπααθική Συρία. Επίσης πιστεύουν ότι θα υπάρξει μια πάλη για την εξουσία μεταξύ φατριών που θα δημιουργούσε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή στο Αφγανιστάν μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1992. Οι Αλεβίτες υποστηρικτές του τωρινού καθεστώτος μπορεί να αποσυρθούν στις ορεινές περιοχές από όπου κατάγονται και να συνεχίσουν να μάχονται από εκεί. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας ακόμα φόβος, της καταπίεσης μειονοτήτων από το διάδοχο καθεστώς –των Χριστιανών συμπεριλαμβανομένων.
Εν συντομία, οι ΗΠΑ πράγματι επιδιώκουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαμάχη στις ΗΠΑ ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον τους και εάν έχουν τη γεωπολιτική ισχύ να επηρεάσουν την κατάσταση προς την κατεύθυνση που θεωρούν καλύτερη. Η αντίδραση των Σύριων απέναντι στις δράσεις και τις μη δράσεις των ΗΠΑ είναι αρνητική και στις δύο πλευρές. Η συριακή κυβέρνηση καταδίκασε τις ΗΠΑ για την πίεση που ασκούν στον πρόεδρο να αποχωρήσει. Οι αντιτιθέμενες δυνάμεις, από την άλλη, εξέφρασαν δημόσια την εξαπάτησή τους όσον αφορά τη μη εμπλοκή των ΗΠΑ προς την κατεύθυνση που επιθυμούν και διακήρυξαν ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν σε σοβαρή αμερικανική δράση.
Οι δύο πρώην αποικιακές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, παραπαίουν σαν τις ΗΠΑ, απλώς πιο έντονα. Οι καταδίκες του Άσαντ ήρθαν νωρίς και με ένταση. Ωστόσο, η επιφύλαξη για άμεση στρατιωτική δράση μοιάζει επίσης να ήρθε νωρίς και με ένταση. Οι λιβυκή εμπλοκή επέδειξε τα όρια της στρατιωτικής τους αποτελεσματικότητας δίχως την άμεση συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ο Τζούλιαν Μπέργκερ, ο συντάκτης του «Guardian» επί διπλωματικών θεμάτων, έγραψε στις 13 Αυγούστου: «Οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλλία παλεύουν να διατηρήσουν την επιρροή τους εν μέσω φόβων ότι η μεγαλύτερη υποστήριξη από τις χώρες του Κόλπου έχει εκτραπεί προς εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες». Ο Μπέργκερ λέει επίσης ότι ο Τζον Γουίλκς, βρετανός ειδικός απεσταλμένος στη συριακή αντιπολίτευση, πήγε στην Ισταμπούλ για να συναντήσει υψηλό αντιπρόσωπο του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου. Ο Γουίλκς υπογράμμισε δύο ζήτήματα: Πρώτον, ότι η βρετανική κυβέρνηση επιθυμεί να αποφευχθεί η διάχυση της συριακής βίας στην Τουρκία. Δεύτερον, η βρετανική κυβέρνηση ενημέρωσε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων αποτελεί «προϋπόθεση για μελλοντική συνεργασία».
Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Λοράν Φαμπιούς, πιστεύει ότι η κυβέρνηση του Σαρκοζί είχε υπερεπενδύσει στο Συριακό Εθνικό Συμβούλιο και αναζητούσε μετ’ επιτάσεως στήριξη για τον Μανάφ Τλας, έναν εξέχοντα Σουνίτη στρατιωτικό αποστάτη που προέρχεται απο το καθεστώς. Το πρόβλημα για τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, όπως και για τις ΗΠΑ, δεν είναι μόνο ποιον να υποστηρίξουν και με ποιον τρόπο, αλλά και εάν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την εσωτερική κατάσταση σημαντικά.
Οι χώρες του Κόλπου έχουν τα δικά τους συμφέροντα
Μήπως έχουν οι χώρες του Κόλπου αυτήν τη δυνατότητα; Και αυτές επίσης επιδιώκουν τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα. Ωστόσο, οι δύο πιο ενεργές χώρες, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, δεν έχουν ταυτόσημες πολιτικές επιδιώξεις. Το Κατάρ δεν έκρυψε ότι προμήθευε με χρήματα και όπλα τους αντιπολιτευόμενους το συριακό καθεστώς, ίσως ιδιαίτερα ομάδες Σαλαφιτών και Τζιχαντιστών. Το Κατάρ επιχειρεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία να αναδειχθεί σε κυρίαρχο παίκτη στη Μέση Ανατολή, επαναλαμβάνοντας το ρόλο που έπαιξε στη Λιβύη. Με μια τέτοια πολιτική επιδίωξη όμως, δεν επιχειρεί να αναστείλει κάθε πιθανή απόπειρα της Σαουδικής Αραβίας να αφομοιώσει όλες τις χώρες του Κόλπου;
Η Σαουδική Αραβία μοιάζει τόσο αμφιταλαντευόμενη όσο οι ΗΠΑ. Προβάλλει ως η χώρα υπερασπιστής των απανταχού Σουνιτών Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα έναντι των Σιιτών και του Ιράν. Ωστόσο, δεν αποδέχονται όλοι οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι τον ηγετικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας, με δεδομένη την αφοσίωση τους στο Γουαχαμπί Ισλάμ. Το σαουδαραβικό καθεστώς δεν βλέπει όλους τους Σουνίτες με επιείκεια.
Συνεπώς η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες για να επιβεβαιώσει έναν ηγετικό ρόλο. Το σαουδαραβικό καθεστώς ανησυχεί για την ενδυνάμωση της θέσης στη Μέση Ανατολή δύο άλλων σουνιτικών ομάδων. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ενστερνίζονται μια διαφορετική εκδοχή της σουνιτικής ορθοδοξίας. Επιπλέον, ο φυσικός τους χώρος, πολιτικά και θεολογικά, παραμένει η Αίγυπτος. Η αναζωογόνηση τους στην Αίγυπτο, και αλλού, μπορεί να επιτρέψει στην Αίγυπτο να επανακάμψει στον αλλοτινό της ρόλο ως το πρωτεύον κράτος στον αραβικό κόσμο αποκαθηλώνοντας τη Σαουδική Αραβία. Τα χειρότερα, όμως, για τους Σαουδάραβες είναι η ενδυνάμωση της αλ Κάιντα, η οποία είναι αφοσιωμένη στην εκπαραθύρωση του σαουδαραβικού καθεστώτος που θεωρεί διαφθαρμένο και αντι-ισλαμικό.
Το πρόβλημα για τη Σαουδική Αραβία είναι ότι οι αντιπολιτευόμενες ομάδες είναι υπό την ηγεσία είτε των Αδελφών Μουσουλμάνων είτε της αλ Κάιντα είτε κοσμικών ή και όλων των προηγουμένων, κανείς από τους οποίους δεν χαροποιεί τους Σαουδάραβες. Έτσι, παρά τη θέληση τους να ψαλιδίσουν τα φτερά του Ιράν και τη ρητή αποδοχή του ρόλου του εγγυητή του σουνιτικού Ισλάμ, δεν είναι βέβαιο ότι παρέχουν ικανό οπλισμό στις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Η σημασία του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή αυξάνεται σταθερά. Η επιθυμία της να αναδειχθεί σε μείζονα παίκτη απορροφά μεγάλο μέρος της διπλωματίας της. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς ακριβώς ποια πολιτική επιδιώκει η Τουρκία. Είναι σαφές ότι έχει γίνει αρκετά κριτικοί απέναντι στον αλ Άσαντ και το μπααθικό καθεστώς. Προσφέρουν καταφύγιο (αν και αρκετό επίφοβο) σε Σύρους αντιπολιτευόμενους. Παράλληλα, επιμένουν ότι οι συριακές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις ίσως δεν αναπτύξουν βίαιη δράση από το εσωτερικό της Τουρκίας. Οι Τούρκοι αντιστέκονται στη συζήτηση για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Η στήριξη που φαίνεται να δίνουν στην αντιπολίτευση είναι μάλλον ρητορική και ανθρωπιστική παρά στρατιωτική. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση είναι απασχολημένη με το κουρδικό κίνημα. Οι Κούρδοι της Συρίας φαίνεται ότι αξιοποιούν την αναταραχή, ώστε να οργανώσουν τον έλεγχο των κουρδικών περιοχών, ενώ το μπααθικό καθεστώς δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους περιορίσει.
Ο πρωταρχικός στόχος της Αιγύπτου είναι να επανακαθοριστεί ως ηγετικό αραβικό κράτος. Με το βλέμμα σε αυτό το στόχο, το νέο καθεστώς θα αναζητήσει να επανακαθορίσει τις σχέσεις του αναφορικά με το ζήτημα κλειδί, το Παλαιστινιακό, χωρίς να αποκοπεί ιδιαίτερα, όμως, από τις ΗΠΑ. Η Συρία είναι η επόμενη αναφορά στην πορεία προς αυτόν τον εύθραυστο στόχο.
Το Ιράν και η Ιορδανία βρίσκονται σε δίλημμα, εξαιτίας της ανησυχίας ότι η συριακή αναταραχή μπορεί να επηρεάσει και τη δική τους εύθραυστη εσωτερική σταθερότητα. Και οι δύο δέχονται αντιπολιτευόμενους Σύρους πρόσφυγες, αλλά και οι δύο φαίνεται να τους αναγκάζουν να διαβιούν σε στενά ελεγχόμενες κατασκηνώσεις, αποκλείοντάς τους από κάθε πολιτική ή στρατιωτική δράση. Αυτή η επιλογή οδήγησε ορισμένους εξόριστους να επιστρέψουν στη Συρία έχοντας την αίσθηση ότι είναι πιο άνετοι εκεί. Οι Παλαιστίνιοι υιοθετούν την ίδια συνετή στάση.
Το πρωταρχικό γεωπολιτικό συμφέρον του Λιβάνου είναι να διατηρήσει την εξαιρετικά εύθραυστη εσωτερική του κατάσταση. Ωστόσο, δεδομένων των στενών δεσμών που διατηρούν διάφορες λιβανέζικες ομάδες με δυνάμεις στη Συρία, μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο να διατηρήσει ουδέτερη στάση. Η Γαλλία τους ωθεί επιτακτικά σε μια τέτοια στάση.
Ισραήλ, Συρία, Ιράν: Το τρίγωνο του κινδύνου
Ο ρόλος του Ισραήλ δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Εδώ και κάποιο διάστημα, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει αναγάγει σε πρώτο μέλημά της την απόκρουση της πιθανότητας ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν. Δεν είναι σαφές ότι μπορούν να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Πού υπεισέρχεται η Συρία, η γεωπολιτική σύμμαχος – κλειδί του Ιράν στην περιοχή; Η Συρία είναι επίσης ένας σχετικά ήρεμος γείτονας για το Ισραήλ. Ενώ το Ισραήλ θέλει να αποδυναμώσει το Ιράν (και η πτώση του καθεστώτος θα το έκανε αυτό), έχει συνείδηση ότι οι δυνάμεις που θα διαδέχονταν το καθεστώς είναι πιθανό να αναδεικνύονταν σε πολύ λιγότερο ήρεμο γείτονα. Αυτή η παραδοχή κάνει το Ισραήλ να τηρεί σιγή ιχθύος στη συριακή αναταραχή.
Το Ιράν, από την πλευρά του, ο γίγαντας της περιοχής, αναζητά αναγνώριση του δικαιώματός του να συμπεριλαμβάνεται στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το μέλλον της περιοχής, ιδιαίτερα της Συρίας. Αυτό ακριβώς αρνούνται να αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Συνεπώς το Ιράν δεν έχει τίποτα να χάσει και πολλά να κερδίσει στηρίζοντας το συριάκο καθεστώς και προσφέροντας τον εαυτό του ως έντιμο διαμεσολαβητή για τη Συρία.
Η γραμμή άμυνας Ρωσίας - Κίνας
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν διακριτές ανησυχίες: ναυτικές βάσεις και πηγές ενέργειας. Όμως υπάρχουν και βαθύτερα ζητήματα για αυτές. Επιμένων σταθερά ότι αυτό που συνέβη στη Λιβύη δεν πρέπει να ξανασυμβεί. Πιστεύουν ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν μαι αμφιλεγόμενη απόφαση του ΟΗΕ για να κάνουν χρήση στρατιωτικής ισχύος ώστε να ανατρέψουν τα καθεστώτα και να ενδυναμώσουν το δικό τους ρόλο στο γεωπολιτικό χάρτη. Αντιλαμβάνονται τις ΗΠΑ, την αλλοτινή ηγεμονική δύναμη, που δεν είναι σε θέση ακόμα να αποδεχθεί τη κάμψη της, ως τον κυριότερο κίνδυνο για την περιοχή. Κάνουν χρήση το βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να αποτρέψουν πιθανή κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στην περιοχή. Δεν διατηρούν καμία ιδιαίτερη προτίμηση στο αλ Άσαντ ή στο μπααθικό καθεστώς, αναμένουν την ευκαιρία τους για να εργαστούν για μια πολιτική λύση των εσωτερικών συγκρούσεων στη Συρία.
Το κυριότερο συμπέρασμα από αυτή τη μελέτη είναι ότι οι διαφορετικές δυνάμεις εξουδετερώνουν η μία την άλλη. Κανείς αυτή τη στιγμή δεν έχει ιδιαίτερη δυναμική ώστε να επηρεάσει την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Συρία. Είναι όλοι τους καταδικασμένοι να μιλούν περισσότερο από ό,τι δρουν. Οι συνέπειες αυτού το γεωπολιτικού αδιεξόδου αναφορικά με τα εσωτερικά της Συρίας παραμένουν λοιπόν ιδιαίτερα αβέβαιες. Τελικά οι εσωτερικοί παίκτες παραμένουν κατά βάση μόνοι τους.
* Ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν είναι κοινωνιολόγος, θεωρητικός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, διευθυντής του ερευνητικού κέντρου Φερνάν Μπροντέλ και πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης της Κοινωνιολογίας (ISA). Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε πριν αρκετά χρόνια χάρη στο βιβλίο «Φυλή, Έθνος, Τάξη», που συνέγραψε με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, και μετέφρασε ο δικός μας Άγγελος Ελεφάντης, το ευσύνοπτο «Ιστορικός Καπιταλισμός», και τα «Η παρακμή της Αμερικανικής Ισχύος» και «Μετά το Νεοφιλελευθερισμό». Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Σπουδών Αλ Τζαζίρα.
Του Ιμάνουελ Βαλερστάιν*
Μετάφραση: Ζωή Γεωργο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου