Καθώς η τύχη θέλησε να βρεθώ σ’
ετούτη τη δύσμοιρη πόλη, πήρα την απόφαση να κρατήσω γραπτή αναφορά όλων των
γεγονότων που ακολούθησαν, στη μάχη που έδωσε ο Τούρκος μπέης Μωάμεθ γιος του
Μουράτ στην προσπάθειά του να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη. Θέλοντας δε να
εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια με ποιο τρόπο την κυρίεψε, θα σας διηγηθώ πρώτα
από πού ξεκίνησε ο πόλεμος των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων και, στη
συνέχεια, με τη σειρά, θα παρακολουθήσετε
όλες τις μάχες που διεξήχθησαν μέρα
τη μέρα, από την αρχή μέχρι το τέλος της βάναυσης και μαρτυρικής κατάλυσης
της Πόλης.
Το Μάρτιο του 1452, ο Τούρκος μπέης
Μωάμεθ έδωσε διαταγή να κατασκευαστεί ένα πολύ όμορφο φρούριο έξι
μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, απέναντι από το στόμιο της Μαύρης
Θάλασσας, το οποίο διέθετε δεκατέσσερις πύργους, από τους οποίους οι πέντε
κύριοι καλύπτονταν με μολύβι και ήταν πανύψηλοι και ογκώδεις. Για να
κατασκευάσει αυτό το κάστρο, ο Τούρκος ξεκίνησε από την Καλλίπολη με έξι
πολεμικές γαλέρες, 18 φούστες και 16 παρανταρίες και κατέπλευσε στα ύδατα της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο τόπος που διάλεξε ήταν έξι μίλια μακριά από την Πόλη,
από τη μεριά της Ελλάδας, απέναντι από το παλιό Κάστρο. Η ανέγερση αυτού του
φρουρίου ολοκληρώθηκε στα τέλη του Αυγούστου του 1452, και ο μόνος λόγος που
κατασκευάστηκε ήταν για να κυριευτεί η Κωνσταντινούπολη.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος φοβόταν τον
Τούρκο εχθρό του, κάθε μέρα έστελνε δώρα στον Τούρκο
που κατασκεύαζε το
κάστρο και κάθε μέρα έστελνε πρεσβείες, κι όλα αυτά τα έκανε από φόβο. Όταν
οι εργασίες αποπερατώθηκαν, μέσα στον Αύγουστο του 1452, εκείνος παρακρατεί
μέσα στο κάστρο τους δύο πρέσβεις του αυτοκράτορα και διατάζει να τους
αποκεφαλίσουν. Αυτό το φέρσιμό του έγινε αιτία να ξεσπάσει ο πόλεμος του
Τούρκου κατά των Ελλήνων. Μετά απ’ αυτό, ο Τούρκος με 50.000 άντρες περίπου
έρχεται και στρατοπεδεύει έξω από την Κωνσταντινούπολη και μένει στο
στρατόπεδο μόνο τρεις μέρες, ο δε στόλος του επιστρέφει για να παροπλιστεί
στην Καλλίπολη και φτάνει εκεί στις 6 Σεπτεμβρίου. Το ίδιο έκαναν και εκείνοι
που είχαν πάει διά ξηράς. Αυτό το κάστρο που ανέφερα ήταν πολύ καλά οχυρωμένο
από την πλευρά της θάλασσας και με κανένα τρόπο δεν κινδύνευε να κυριευτεί,
γιατί διέθετε πάρα πολλές βομβάρδες στην ακτή και πάνω στα τείχη. Κι από τη
στεριά όμως ήταν ισχυρό, αλλά όχι τόσο όσο από τη θάλασσα. Το πρώτο βλήμα που
ξαπόστειλε η μεγάλη βομβάρδα του κάστρου βύθισε το πλοίο του Αντωνίου Ρίζου
που ερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα και ο καπετάνιος του δεν ήθελε να καλάρει
και ήταν φορτωμένο με κριθάρι το οποίο προοριζόταν για επικουρία της
Κωνσταντινούπολης. Αυτό συνέβη στις 26 Νοεμβρίου του 1452. 0 κύριος του
πλοίου πιάστηκε στη θάλασσα και τον έστειλαν στην Αδριανούπολη αυθέντη
Τούρκο— κι εκείνος τον φυλάκισε και μετά πάροδο 14 ημερών διέταξε να τον
θανατώσουν δι’ ανασκολοπισμού. Έναν άλλον, που ήταν γιος του κυρ Δομήνικου
ντι Μαΐστρι και ήταν βοηθός του γραμματικού του πλοίου, τον έκλεισε στο σεράι
του. Μερικούς ναύτες τούς άφησε ελεύθερους γιατί έπρεπε να έρθουν στην
Κωνσταντινούπολη. Άλλους διέταξε να τους διχοτομήσουν. Πριν ακόμα θανατωθεί ο
Αντώνιος Ρίζος, ο Βάιλος της Κωνσταντινούπολης έστειλε τον κυρ Φαμπτρούτσι
Κόρνερ, πρέσβη στον Τούρκο, για να τον παραλάβει. Δεν μπόρεσε όμως να πετύχει
τίποτα, γιατί ο αυθέντης Χαν είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει δι’
ανασκολοπισμού.
Ο κυρ Φαμπρούτσι Κόρνερ, ο οποίος
διετέλεσε πρέσβης της Αδριανούπολης, γύρισε πίσω στην Πόλη με τη γαλέρα του
άρχοντα Γαβριήλ Τριβιζάνου. Το γεγονός αυτό έγινε αιτία εκείνος που είχε
ανοίξει πόλεμο κατά των Ελλήνων, να ανοίξει τώρα πόλεμο και εναντίον ημών,
των Βενετζιάνων. Μέσα στον Ιανουάριο του 1453, ο Τούρκος αρχίζει τις
προετοιμασίες για να έρθει να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνει
μεγάλο στρατό για να πολιορκήσει αυτή τη βασανισμένη και καταταλαιπωρημένη
πόλη, τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. Το Φεβρουάριο του 1453,
άρχισε να στέλνει τις βομβάρδες του έξω από την Κωνσταντινούπολη με τη
συνοδεία 10.000 Τούρκων. Τον ίδιο μήνα, οι Έλληνες έκαναν περιπολίες με 3
φούστες, με φορεσιές και σημαία τουρκική, και προξενούσαν μεγάλες ζημιές στη
χώρα του Τούρκου. Ανάμεσα στ’ άλλα, αιχμαλώτιζαν αρκετούς Τούρκους και τους
οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι, εξοργισμένοι με τους Έλληνες,
βλαστημούσαν κι ορκίζονταν να τους αφανίσουν. Αυτές τις μέρες, φτάνει εδώ ο
άρχοντας Γαβριήλ Τριβιζάνος, υποπλοίαρχος δύο γρήγορων γαλερών, καπετάνιος
στη μία από τις οποίες ήταν ο κυρ Ζαχαρίας Γκριόνι, ο ιππότης. Αυτές τις δύο
γαλέρες είχε στείλει η Σύγκλητος της Βενετίας, για να συνοδεύσουν από τη
Βενετία τις τρεις εμπορικές γα λέρες που έρχονταν από την Τάνα, φέρνοντας
εφόδια στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από πάροδο λίγων ημερών, προστίθεται σ’
αυτές ένα εμπορικό πλοίο που ερχόταν από τη Γένουα, με Γενουάτες, το οποίο
μετέφερε τριάντα έξι χιλιάδες λαμπάδες και τον καρδινάλιο της Ρωσίας που
έστελνε ο πάπας με σκοπό να γίνει η Ένωση. Ο πάπας του είχε δώσει συνοδεία
200 άντρες, τοξότες και πετροβολιστές, για να υποστηρίξουν την
Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο μήνα έρχονται από την Κάντια οχτώ πλοία φορτωμένα
με μολόχα για να βοηθήσουν την πόλη. Τέλος, τη 10η Νοεμβρίου έρχονται δύο
μεγάλες γαλέρες από την Κάφα και όταν φθάνουν μπροστά στο Κάστρο του Τούρκου,
πλησίστιες, σι Τούρκοι αρχίζουν να φωνάζουν: Κάλα, καπετάνιο, για το καλό
σου. Και όσο σι γαλέρες συνέχιζαν πλησίστιες τόσο οι Τούρκοι φώναζαν: Κάλα τα
πανιά, καπετάνιο! Αυτή τη φορά, ο καπετάνιος αρχίζει να καλάρει, αλλά
σταματάει. Κι όλοι οι Τούρκοι του φώναζαν: Κάλα, καπετάνιο, μέχρι κάτω! Όταν
είδαν ότι εκείνος δεν υπάκουε, άρχισαν να βάλλουν εναντίον του με τις
βομβάρδες τους και πολλούς σκοπευτές και αμέτρητα τόξα, έτσι ώστε νόμιζε
κανείς ότι διέθεταν αρκετούς άντρες. Κι όταν ο καπετάνιος είδε πως είχαν
τόσους άντρες, άρχισε να υποστέλλει τα ιστία ως κάτω, κι έτσι σώθηκε.
Βλέποντάς τον, οι Τούρκοι σταμάτησαν να βομβαρδίζουν και οι δυο γαλέρες
συνέχισαν προς την Κωνσταντινούπολη.
Όταν οι γαλέρες Πέρασαν από το κάστρο
και οι Τούρκοι δεν τις έφταναν πια με τις βομβάρδες τους, ο καπετάνιος σήκωσε
αμέσως τα πανιά κι έτσι σώθηκαν. Καπετάνιος ήταν ο κυρ Ιερώνυμος Μορεζίνης
του κυρ Βερνάρδου. Ο καπετάνιος έφτασε σώος στην Κωνσταντινούπολη και όλοι
δοκιμάσαμε μεγάλη ανακούφιση αντικρίζοντας αυτές τις δύο γαλέρες. Αυτό συνέβη
στις 10 Νοεμβρίου.
Στις 2 Δεκεμβρίου, η γαλέρα από την
Τραπεζούντα κατέπλευσε στο στόμιο της Μαύρης Θάλασσας και, μόλις πρόβαλε στο
στενό, αγκυροβόλησε μπροστά στο κάστρο που ανήκε στους Τούρκους. Καθώς ήταν
αγκυροβολημένη, λοιπόν, έρχονται 12 τούρκικες φούστες, οι οποίες είχαν
αναχωρήσει από το κάστρο εκείνο το καινούριο που είχε χτιστεί, και
συγκεντρώνονται γύρω της σαν φίλοι. Εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στη γαλέρα
τις υποδέχονται σαν φίλους, και ακόμα προσφέρουν στον καπετάνιο τους ένα
όμορφο δώρο. Μόλις όμως εκείνος το πήρε στα χέρια του, αμέσως το πέταξε στη
θάλασσα με μανία, γιατί νόμιζε πως του άξιζε καλύτερο δώρο. Μετά απ’ αυτό,
μαζί με τις φούστες του τραβά στο καινούριο κάστρο και ζητά από το φρούραρχο
να συλλάβει τη γα λέρα. Βλέποντας πόσο εξοργισμένος ήταν ο Τούρκος
καπετάνιος, οι άντρες της γαλέρας, που ήταν μυαλωμένοι, αποφάσισαν να
ακολουθήσουν αργά τις τούρκικες φούστες. Κι όταν εκείνες έφτασαν στο Κάστρο,
ο καπετάνιος τους κατέβηκε στη στεριά για να πάει στο φρούραρχο να ζητήσει,
όπως σας είπα πριν, να συλλάβει τη γαλέρα. Τότε, όμως, οι άντρες της γαλέρας
δε σταμάτησαν, αλλά, κωπηλατώντας γρήγορα, συνέχισαν προς την
Κωνσταντινούπολη. Κι όταν φτάσαμε μπροστά στο κάστρο, αρχίσαμε να τους
χαιρετούμε σαν φίλοι, σηκώνοντας ψηλά τα κουπιά, ηχώντας τις σάλπιγγες και
πανηγυρίζοντας. Στον τρίτο χαιρετισμό, είχαμε ήδη προσπεράσει το κάστρο και,
ήδη, το ίδιο το ρεύμα μας οδηγούσε μέσα στο λιμάνι της Πόλης. Από τη χαρά και
την αγαλλίαση που πλημμύριζε τις καρδιές όλων μας, έχοντας περάσει το στενό
εκείνου του κάστρου που ήταν άκρως επικίνδυνο, σι ναύτες μας συνέχιζαν να
κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Πάντως, ολόκληρη η γα λέρα ήταν καλά
εξοπλισμένη και πανέτοιμη να δώσει και μάχη, αν χρειαζόταν. Αυτό συνέβη στις
4 Δεκεμβρίου, όταν εκείνη έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Πλοίαρχος της γαλέρας
ήταν ο κυρ Ιάκωβος Κόκος, ο μεγάλος.
Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η Ένωση στην
εκκλησία της Αγίας Σοφίας, με πολύ μεγάλη επισημότητα του κλήρου, όπου
παρίστατο ο αιδεσιμότατος καρδινάλιος της Ρωσίας, ο οποίος ήταν ο λεγάτος του
πάπα. Επιπλέον, παρίστατο ο γαληνότατος αυτοκράτορας με όλη την ακολουθία των
αυλικών του και όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη την ημέρα χύθηκαν
πολλά δάκρυα σ’ αυτήν την πόλη. Η Ένωση όριζε ότι (όλοι οι χριστιανοί) θα
είμαστε ενωμένοι —όπως εμείς σι Φράγκοι— και δε θα υπήρχε πλέον σχίσμα στην
Εκκλησία. Κοινός θα ήταν ο κανόνας και κοινή η πίστη και θα λειτουργούμαστε
εμείς στις εκκλησίες εκείνων κι εκείνοι, δηλαδή οι Γραικοί, στις δικές μας,
τις λατινικές.
Στις 13 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε να
παραμείνουν οι μεγάλες γαλέρες του λεγάτου για να υποστηρίξουν την
Κωνσταντινούπολη. Αυτή η απόφαση πάρθηκε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όπου
παρευρίσκονταν ο αυτοκράτορας, ο καρδινάλιος της Ρωσίας, ο επίσκοπος Λέσβου
όλοι ο αυλικοί του αυτοκράτορα, όλοι οι ευγενείς από τα άλλα έθνη και το
μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτής της πόλης. Όλοι δε έλεγαν με μία φωνή:
«Αν αυτές οι γαλέρες των Ενετών αποπλεύσουν από τη χώρα μας, καθώς κι αυτά τα
πλοία που τυχαίνει να βρίσκονται μέσα στο λιμένα, την επόμενη ώρα θα μας
κυριεύσουν οι Τούρκοι». Και μετά από αυτό το επιχείρημα, ο αυτοκράτορας πήγε
να συσκεφθεί με τους συγκλητικούς του και το ίδιο έκαναν όλοι οι άλλοι. Αυτή
την ημέρα δεν ελήφθη άλλη απόφαση, παρά μόνο έγιναν συζητήσεις. […]
[13 Μαρτίου 1453] Τα τελευταία οχυρωματικά έργα
Βλέποντας ο
αυτοκράτορας ότι ο Τούρκος θα ερχόταν να πολιορκήσει αυτή την κακότυχη πόλη
και ότι έπρεπε όλα τα χερσαία τείχη να είναι απροσπέλαστα και φαρδιά, δέκα με
δώδεκα πόδια από τη βάση τους, κι ακόμα βλέποντας ότι το ανάκτορό του ήταν
εξαιρετικά επιρρεπές χωρίς μεσοτείχιο και χωρίς τάφρο,
αποφασίζει να λάβει μέτρα και να ενισχύσει την οχύρωση του ανακτόρου, ώστε σε
περίπτωση που θα ερχόταν ο Τούρκος να μην μπορέσει να προκαλέσει καμιά ζημιά.
Γι’ αυτόν το σκοπό, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον πλοίαρχο των γαλερών της
Τάνας να του κάνει τη χάρη να πάει με τα πληρώματά του στο παλάτι και να
ανοίξει μια τάφρο, για να το οχυρώσει. Να τη σκάψει δε τόσο βαθιά, ώστε να
είναι οχτώ πόδια και περισσότερο πάνω από τα εκατό. Και ο πλοίαρχος απαντά
στον αυτοκράτορα: «Θα το πράξω με μεγάλη ευχαρίστηση, πρώτα για την τιμή του
Κυρίου και την τιμή όλης της χριστιανοσύνης, αλλά και σαν ένδειξη υπακοής
στην αυτοκρατορία σας, την οποία οι Τούρκοι θέλουν να κυριεύσουν. Γι’ αυτό το
λόγο, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, θα ξεκινήσω με τις γαλέρες μου και θα πάω
στο Κυνήγιον. Όταν δε φθάσουμε εκεί, θα κατεβούμε όλοι στη στεριά και θα
σκάψουμε, όσο πιο καλά μπορεί ο καθένας το κομμάτι του». […]
Την 5η
του μήνα Απριλίου, την πρώτη ώρα της ημέρας, ο μπέης Μωάμεθ έρχεται με εκατόν
εξήντα περίπου χιλιάδες Τούρκους και στρατοπεδεύει δυόμισι περίπου μίλια
μακριά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Στις 6 του ίδιου
μήνα, ο Τούρκος σουλτάνος φθάνει με τους μισούς άντρες του σε απόσταση ενός
μιλίου από τα χερσαία τείχη.
Στις 7 του ίδιου
μήνα, ο Τούρκος αυθέντης φθάνει με μεγάλο μέρος του στρατού του, ένα τέταρτο
του μιλίου μακριά από τα προαναφερθέντα τείχη και στρατοπεδεύει σ’ όλο το
μήκος των χερσαίων τειχών, που είναι έξι μίλια, από τη Χρυσή Πύλη μέχρι την
Πύλη του Κυνηγού. […]
Στις 11
Απριλίου, ο Τούρκος αυθέντης στήνει τις βομβάρδες του αντίκρυ στα χερσαία
τείχη, στα πιο ασθενή σημεία της στεριάς, για να επιτύχει καλύτερα το σκοπό
του. Οι βομβάρδες αυτές τοποθετήθηκαν σε τέσσερα σημεία. Πρώτα έστησε τρεις
βομβάρδες απέναντι από το παλάτι του γαληνότατου αυτοκράτορα, έπειτα τρεις
άλλες τις τοποθέτησε μπροστά στην Πύλη της Πηγής, άλλες δυο τις έβαλε
απέναντι από τη Χαρισία Πύλη και άλλες τέσσερις στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού,
την πιο ασθενή απ’ όλες. Ο λίθος που εκσφενδόνιζε μια από εκείνες τις
βομβάρδες, που ήταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ζύγιζε τουλάχιστον χίλιες
διακόσες λίβρες και ήθελε λίθο δεκατριών τετάρτων. Αναλογιστείτε λοιπόν τι
τρομερό πλήγμα θα προκαλούσε όπου έπεφτε. Στη δεύτερη βομβάρδα η πέτρα ζύγιζε
οχτακόσιες λίβρες κι έπαιρνε πέτρα εννέα τετάρτων. Αυτές οι δυο βομβάρδες
είναι οι πιο μεγάλες που διέθετε ο σκύλος Τούρκος. Οι άλλες ήταν πιο λογικές,
από πεντακόσιες μέχρι διακόσιες λίβρες και λιγότερο ακόμα. […]
Στις 18
Απριλίου, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη, κι αυτό συνέβη στις δύο η
ώρα τη νύχτα. Η συμπλοκή κράτησε μέχρι τις έξι τη νύχτα και κατά τη διάρκειά
της σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι. Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν στα τείχη, ήταν
σκοτάδι και γι’ αυτό ήρθαν για να επιτεθούν στους δικούς μας εξ απροόπτου. Μη
με ρωτήσετε όμως με πόσες φωνές ήρθαν στα τείχη και με πόσους τυμπανισμούς,
για να φαίνεται ότι ήταν περισσότεροι απ’ όσους πραγματικά είχαν έρθει. Μέχρι
την Ανατολία ακούγονταν σι αλαλαγμοί τους, που απέχει δώδεκα μίλια από το
στρατόπεδό τους. Μέσα σ’ εκείνη την κοσμοχαλασιά, ο άμοιρος και αξιολύπητος
αυτοκράτορας άρχισε να θρηνεί, φοβούμενος ότι αυτήν τη νύχτα θα έκαναν γενική
επίθεση και εμείς οι χριστιανοί δεν ήμασταν ακόμα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε
τέτοιο ενδεχόμενο, γι’ αυτό και ήταν μεγάλη η θλίψη του αυτοκράτορα. Αλλά ο
αιώνιος Κύριος ημών δεν ήθελε να υπομείνουμε τη μεγάλη καταστροφή ακόμα. Στις
έξι η ώρα, όλες οι αψιμαχίες σταμάτησαν προς μεγάλη αισχύνη των Τούρκων, οι
οποίοι είχαν πάθει μεγάλη ζημιά. Οι νεκροί τους ήταν περισσότεροι από
διακόσιοι και, με του Θεού τη χάρη, από εμάς δεν είχε πέσει νεκρός κανένας
και κανείς δεν είχε πληγωθεί.
Ο Φλαντανελάς
Στις 20 Απριλίου
την τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες,
που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλια από τη Δύση, οι οποίες
πιστέψαμε ότι έρχονταν από τη Γένουα στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της
πόλης. Και τότε εκδίδει διάταγμα ο γαληνότατος αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης
στους Γενουάτες, ότι κάθε πλοίο από τη Γένουα που έρχεται προς βοήθεια της
Κωνσταντινούπολης, οποιοδήποτε εμπόρευμα και αν μετέφερε, θα ήταν απαλλαγμένο
από κάθε δασμό που όφειλε στον αυτοκράτορα. Καθώς έρχονταν πλησίστια με
δροσερή όστρια και πλησίαζαν προς την αλγούσα πόλη, ο Θεός θέλησε, όταν
εκείνα τα τέσσερα πλοία έφθασαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, να κόψει ο
άνεμος και να πέσουν σε μεγάλη μπονάτσα. Όταν λοιπόν έμειναν ακίνητα, η
αρμάδα του Τούρκου μπέη Μωάμεθ, εχθρού της χριστιανικής πίστης, που ήταν
αγκυροβολημένη στις Κολόνες, ξεκινά με μεγάλο ενθουσιασμό, χτυπώντας δυνατά
τα τύμπανα και τις σάλπιγγες και με δυνατές ιαχές και τα πλησιάζει.
Κωπηλατούσαν δε με τόσο ζήλο σι Τούρκοι, σαν άνθρωποι αποφασισμένοι να
αφανίσουν τον εχθρό τους. Δεν έφτασαν όμως οι προσευχές τους στον Μωάμεθ τους
για να τους δώσει νίκη. Οι προσευχές όμως των χριστιανών εισακούσθηκαν από
τον αιώνιο Κύριό μας και σ’ αυτήν τη μάχη νικήσαμε εμείς, όπως θα δείτε στη
συνέχεια. Καθώς έρχονταν λοιπόν πλησίστια τα τέσσερα πλοία κι έπεσαν σε
μπονάτσα, η αρμάδα του Τούρκου ήρθε και τα πλεύρισε. Ο ναύαρχος της αρμάδας
του Τούρκου ήταν ο πρώτος που επετέθη με μεγάλη μάλιστα ορμή στην πρύμνη του
πλοίου του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και όλη η άλλη αρμάδα επετέθη σαν
... στα τέσσερα πλοία, αλλά όσο διαρκούσε η ναυμαχία, η τουρκική ναυαρχίδα
είχε το έμβολό της βυθισμένο στην πρύμνη του πλοίου του γαληνότατου,
συνεχίζοντας να δίνει άγρια μάχη. Και όλος όμως ο τουρκικός στόλος αγωνιζόταν
κρατερότατα. Το ένα από τα χριστιανικά πλοία είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το
άλλο τριάντα φούστες, και το άλλο περιστοιχιζόταν από σαράντα παρανταρίες
Τόσα πολλά ήταν τα πλεούμενα ώστε τα Δαρδανέλια είχαν σκεπαστεί από τα
αρματωμένα σκαριά και μόλις που διέκρινε κανείς το νερό από το στόλο των
λυσσασμένων σκύλων. Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες και κανένα τα από
τα δύο μέρη δε νίκησε. Για τα τέσσερα όμως πλοία των χριστιανών η δόξα
ήταν μεγάλη, γιατί, παρ’ όλο που είχαν πέσει πάνω τους εκατό σαράντα πέντε
τουρκικά σκαριά, κατόρθωσαν να τους ξεφύγουν. Μετά από αυτή την
επίθεση, εξαιτίας της μπονάτσας, ήταν αναγκασμένα να αγκυροβολήσουν και
μάλιστα μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, γιατί φοβούνταν ότι η τουρκική αρμάδα
θα ερχόταν τη νύχτα να τους επιτεθεί. Όταν όμως έπεσε η νύχτα, εμείς
αποφασίσαμε να τους βοηθήσουμε. Στείλαμε λοιπόν τον κυρ Γαβριήλ Τριβιζάνο,
υποπλοίαρχο δύο γαλερών και με τη γαλέρα του κυρ Ζαχαρία Γκριόνι, του ιππότη,
διάβηκαν την άλυσο του λιμανιού, ξεσηκώνοντας μεγάλο θόρυβο με τις σάλπιγγες
και με τις δυνατές φωνές των πληρωμάτων, για να δείξουν στον εχθρό μας
ότι τα πλοία ήταν περισσότερα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Κάθε γαλέρα είχε
δύο ή τρεις τρομπέτες και έδινε την εντύπωση ότι ήταν τουλάχιστον είκοσι
γαλέρες. Όταν άκουσαν τόσο θόρυβο οι Τούρκοι, φοβήθηκαν πολύ, κι αυτές οι δύο
δικές μας γαλέρες ρυμούλκησαν τα τέσσερα πλοία μέσα στο λιμάνι της
Κωνσταντινούπολης με ασφάλεια. […]
Η διέλευση των πλοίων από το Γαλατά
Στις 22 Απριλίου, ο
Τούρκος αυθέντης αφού είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει κακό από την πλευρά της
στεριάς, έχοντας δοκιμάσει με όλες τις δυνάμεις του, ο … λυσσαλέος
ειδωλολάτρης κάθεται και σκέφτεται και βρίσκει μέθοδο να περάσει ένα μέρος
της αρμάδας του που ήταν αγκυροβολημένη στις Κολόνες, μέσα στο λιμάνι της
Κωνσταντινούπολης, για να μπορέσει έτσι πιο γρήγορα να πετύχει τον καταραμένο
σκοπό του. Για να μάθετε δε με ποιο τρόπο το κατόρθωσε αυτό ο σκύλος, θα σας
εξηγήσω στη συνέχεια ποια ήταν η μέθοδός του. Αποφασισμένος να κατακυριεύσει
την Κωνσταντινούπολη, σκαρφίστηκε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της
πόλης. Έχοντάς τον λοιπόν αγκυροβολημένο στις Κολόνες που ήταν δυο μίλια
μακριά, κατεβάζει όλα τα πληρώματα στην ξηρά και δίνει διαταγή να ισοπεδώσουν
όλο το βουνό που είναι πάνω από την πόλη του Πέραν, αρχίζοντας από την ακτή,
δηλαδή από την άλλη πλευρά, στις Κολόνες όπου ήταν ο στόλος, μέχρι μέσα στο
λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, που είναι τρία μίλια. Όταν λοιπόν ισοπέδωσαν το
βουνό, οι Τούρκοι έβαλαν πολλά κυρτά φαλάγγια εκεί όπου είχαν ισοπεδώσει, τα
οποία είχαν αλείψει πολύ καλά με χοιρινό λίπος. Τότε εκείνος έδωσε εντολή να
μεταφέρουν μέρος της αρμάδας του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.
Αρχίζουν λοιπόν με μερικές μικρές φούστες και τοποθετούν την πρώτη πάνω στα
φαλάγγια κι ένα μεγάλο μέρος Τούρκων αρχίζει να την τραβά και σε λίγο
χρόνο την πέρασαν μέχρι μέσα στο Μανδράκι του Γαλατά. Όταν οι Τούρκοι είδαν
ότι αυτή η μέθοδος ήταν αποτελεσματική, συνέχισαν να νεωλκούν κι άλλες από
τις μικρότερες φούστες, που είχαν κωπηλατικούς πάγκους δεκαπέντε με είκοσι
και είκοσι δύο. Ήταν λοιπόν θέαμα ανείπωτο, όλο εκείνο το σκυλολόι να τραβά
τα γολετόβρικα πάνω από το βουνό και να περνάει μ’ αυτόν τον τρόπο μέσα στο
λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εβδομήντα δύο γολετόβρικα και να τα κατεβάζει
μέχρι το ναύσταθμο του Πέραν, κι αυτό γιατί οι Τούρκοι είχαν κλείσει ειρήνη
με τους Γενουάτες. Όταν και τα εβδομήντα δύο γολετόβρικα ήταν στο Μανδράκι,
εκεί τα εξόπλισε, να είναι καλά αρματωμένα και έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
Όταν οι άνδρες του
στόλου μας αντίκρισαν εκείνα τα πλεούμενα, να μην αμφιβάλλετε ότι φοβήθηκαν
πάρα πολύ, ότι μια νύχτα θα έρχονταν να επιτεθούν στην αρμάδα μας ταυτόχρονα
με τον τουρκικό στόλο που ήταν στις Κολόνες. Διότι ο δικός μας στόλος ήταν
μέσα από την άλυσο, ενώ ο τουρκικός ήταν και μέσα και έξω από την άλυσο. Από
την περιγραφή που έκανα μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε ο
στόλος μας. Επιπλέον, φοβόμασταν τη φωτιά, ότι δηλαδή θα έρχονταν να
πυρπολήσουν τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κατά μήκος της αλύσου.
Αναγκαστικά λοιπόν, ολημερίς και ολονυχτίς, όλοι εμείς οι χριστιανοί μέναμε αρματωμένοι
κι έχοντας συνεχώς στις ψυχές μας το φόβο των Τούρκων. […]
Στις 7 Μαΐου
στις τέσσερις η ώρα της νύχτας, έρχονται κάτω από τα χερσαία τείχη τριάντα
περίπου χιλιάδες Τούρκοι σε πλήρη στρατιωτική τάξη με μερικές γαλές, έχοντας σαν στόχο να εισέλθουν εξ εφόδου
στην πόλη, επειδή εμείς που ήμασταν μέσα στην πόλη δεν πιστεύαμε ότι θα έκανα
ακόμα γενική επίθεση. Ο αιώνιος όμως Θεός έδωσε βοήθεια και δύναμη στους
δικούς μας οι οποίοι κρατερώς απέκρουσαν τους Τούρκους προς μεγάλο όνειδος
των δευτέρων και μεγάλη τους ζημιά, από τους οποίους αρκετοί εφονεύθησαν, σας
λέγω ένας μεγάλος αριθμός. […]
Τη 12η του μηνός Μαΐου την ώρα του
μεσονυχτίου, ήρθαν στα τείχη του παλατιού πενήντα χιλιάδες Τούρκοι σε
στρατιωτική παράταξη. Αυτά τα σκυλιά, οι Τούρκοι, κατά το έθιμό τους,
περικύκλωσαν το παλάτι με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς και τύμπανα και ταμπούρλα.
Την ίδια νύχτα έκαναν μεγάλη επίθεση στα τείχη του παλατιού, τόσο μεγάλη
μάλιστα που η πλειοψηφία εκείνων που βρίσκονταν στη στεριά πίστεψαν ότι αυτή
τη νύχτα η πόλη θα χανόταν. Ο ελεήμων όμως Ιησούς Χριστός δεν ήθελε να χαθεί
τόσο άνανδρα αυτή τη νύχτα η Πόλη και ακόμα ο Θεός ήθελε να εκπληρωθούν οι
προφητείες. Και την προφητεία την είχε κάνει ο Άγιος Κωνσταντίνος, που ήταν ο
πρώτος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός είχε προφητεύσει ότι η
Κωνσταντινούπολη δε θα χανόταν ποτέ μέχρις ότου η σελήνη να μην ανέτελλε
σκοτεινή, όντας δηλαδή στο πιάτο της να φαινόταν μόνο η μισή. Με κανένα τρόπο
λοιπόν δεν είχε έρθει η ώρα να χαθεί η Πόλη, αλλά ήταν αλήθεια ότι πλησίαζε η
άλωσή της καθώς και η δύση της ένδοξης αυτοκρατορίας. [...]
Στις 14 Μαΐου, την τρίτη ώρα, ο
Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να αποσύρουν τα κανόνια που ήταν πάνω στο λόφο
του Γαλατά, ενώ ακόμα βομβάρδιζαν το στόλο μας. Οι λίθοι που έριχναν εκείνα
τα κανόνια στο στόλο μας μετρήθηκαν και ήταν διακόσιοι δώδεκα τον αριθμό,
όλοι δε βάρους διακοσίων λιβρών ή και περισσότερο ο καθένας. Όταν έβγαλαν τα
κανόνια από το βουνό του Πέραν, τα εγκατέστησε σε μια τοποθεσία με σκοπό να βομβαρδίσουν
μια πύλη που ονομάζεται Κυνήγιον, μια τοποθεσία κοντά στο παλάτι του
γαληνότατου αυτοκράτορα. Στο σημείο εκείνο οι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν μέγα
πλήθος λίθων, χωρίς όμως να κατορθώνουν να προξενήσουν κάποια σοβαρή ζημιά.
Έπειτα, τα πήραν από εκεί και τα έστησαν στα χερσαία τείχη κοντά στα άλλα,
για να βομβαρδίζουν την Πύλη στον Άγιο Ρωμανό, το πιο ασθενές σημείο της
στεριάς. Μέρα και νύχτα δε σταματούσαν εκείνα τα κανόνια να βάλλουν εναντίον
των άμοιρων τειχών και επιπλέον είχαν γκρεμίσει αρκετό μέρος τους. Εμείς από
τη στεριά μέρα και νύχτα επισκευάζαμε καλά τα ρήγματα με ξύλα, φρύγανα, χώμα
και άλλα υλικά απαραίτητα γι' αυτήν τη δουλειά, έτσι ώστε τα τείχη να είναι
ισχυρά σαν και πρώτα και να μην κινδυνεύουμε από τους Τούρκους. Όμως, σ' εκείνη
την πύλη που ήταν πιο βασανισμένη απ' όλες τις άλλες, είχαμε τοποθετήσει για
προστασία τριακόσιους άντρες έτοιμους για μάχη και με καλό στρατιωτικό
εξοπλισμό, οι οποίοι ήταν όλοι αλλοδαποί και κανένας Έλληνας, γιατί οι
Έλληνες της Πόλης ήταν λιγόψυχοι. Αυτοί οι τριακόσιοι άντρες είχαν μαζί τους
καλά κανόνια και καλούς σκοπευτές και αρκετές βαλλίστρες και άλλα πολλά γι'
αυτό το σκοπό. [...]
Λαγούμια και γέφυρα
Την ίδια μέρα (16
Μαΐου) σημειώθηκε στην ξηρά το ακόλουθο περιστατικό. Οι Τούρκοι είχαν
ανοίξει ένα λαγούμι για να μπουν στην Πόλη κάτω από τα τείχη και σήμερα
ανακαλύψαμε αυτό το λαγούμι. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να το σκάβουν κοντά
μισό μίλι μακριά από τα τείχη και ετοιμάζονταν να μπουν υπογείων κάτω από τα
θεμέλια της Πόλης. Οι δικοί μας, όμως, στη στεριά άκουσαν τη νύχτα τον κρότο
που έκαναν σκάβοντας το λαγούμι, γιατί είχαν ήδη περάσει τα θεμέλια των
τειχών. Μόλις λοιπόν άκουσαν το θόρυβο, αμέσως ο Μέγας Δούκας (ο Λουκάς
Νοταράς) ανέφερε το γεγονός στο γαληνότατο αυτοκράτορα και του εξήγησε πώς
ήταν εκείνη η υπόγεια στοά. Εξεπλάγη τα μέγιστα ο αυτοκράτορας μ' αυτό το
πράγμα. Αλλά, ο γαληνότατος αμέσως έλαβε μέτρα για το λαγούμι. Την ίδια μέρα
έστειλε να βρουν σ' όλη τη στεριά όλους τους αρχιτεχνίτες που άνοιγαν
υπόγειες σήραγγες. Όταν λοιπόν οι μάστορες βρέθηκαν, εστάλησαν όλοι να
παρουσιαστούν στο Μέγα Δούκα κα εκείνος τους έβαλε να σκάψουν ένα λαγούμι
μέσα στη γη το οποίο θα συναντούσε εκείνο των Τούρκων, και να συναντιόταν
λαγούμι με λαγούμι με τρόπο που το δικό μας να έμπαινε στο δικό τους. Οι
μάστορές μας έκαναν γρήγορα κι αμέσως έβαλαν φωτιά στο λαγούμι των Τούρκων.
Πήρε λοιπόν φωτιά όλη η ξυλεία και κάηκαν οι ξύλινες αντιστηρίξεις και η γη
υποχώρησε. Όλοι οι Τούρκοι που βρίσκονταν μέσα έπαθαν ασφυξία ή κάηκαν. Το
λαγούμι αυτό βρέθηκε σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Καλιγαρία και εκεί
έσκαψαν οι Τούρκοι διότι δεν υπήρχαν σταυρώματα. [...]
Στις 18 Μαΐου τη νύχτα, οι Τούρκοι
κατασκεύασαν έναν πανέμορφο προμαχώνα, τον τρόπο δε που τον κατασκεύασαν θα
πληροφορηθείτε στη συνέχεια. Αυτοί οι Τούρκοι ολονυχτίς βάλθηκαν να δουλεύουν
με μεγάλο αριθμό ανδρών και μέσα στην ίδια νύχτα κατασκεύασαν έναν πύργο στο
χείλος της τάφρου. Ο πύργος του αυτός υψωνόταν πάνω από το εξωτερικό
προτείχισμα των τειχών και βρισκόταν μπροστά σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν
Χαρισία. Ήταν δε με τέτοια δεξιοτεχνία κατασκευασμένος, ώστε δεν υπήρχε
άνθρωπος σ' όλον τον κόσμο που να μπορεί να φανταστεί με ποιο τρόπο ήταν
φτιαγμένος. Ποτέ ειδωλολάτρης δεν είχε κατασκευάσει τέτοια και τόση θαυμαστή
επινόηση. [...] Αμέσως ο αυτοκράτορας σηκώνεται με όλη την ακολουθία του και
πηγαίνει να δει το πολύ περίεργο εκείνο πράγμα και όταν το είδε, όλοι πάγωσαν
κι άρχισαν να τρέμουν από φόβο. [...]
Στις 19 Μαΐου, οι ίδιοι πανούργοι και
μανιασμένοι Τούρκοι μηχανεύτηκαν και κατασκεύασαν μια γέφυρα που διέσχιζε το
λιμάνι, από το Γαλατά μέχρι την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, πάνω από το
πασσαλόπηγμα. Αυτή η γέφυρα κατασκευάστηκε από πολύ μεγάλα οινοβάρελα σταθερά
συνδεδεμένα μεταξύ τους κι από πάνω τους ήταν μακριές ξύλινες τραβέρσες καλά
ενωμένες μεταξύ τους, ώστε να δημιουργούν μια πολύ όμορφη και γερή γέφυρα. Τη
γέφυρα αυτή ο Τούρκος την κράτησε έτσι έτοιμη, για να μπορέσει να την απλώσει
κατά μήκος του λιμανιού την ημέρα της γενικής επίθεσης. Το έκανε δηλαδή για
την περίπτωση που θα ήθελε να διασκορπίσει περισσότερους άντρες στη στεριά,
όπου τα τείχη είχαν γκρεμιστεί από τα κανόνια του, και να πετύχει γρήγορα το
σκοπό του. Αν την τοποθετούσε κατά μήκος του λιμανιού πριν από την τελική
μέρα της μάχης, μία και μόνο κανονιά θα την είχε καταστρέψει και θα την είχε
διαλύσει, αλλά, όπως είπα, ο Τούρκος δεν την έκανε για άλλο λόγο, παρά μόνο
για να διασκορπίσει στρατιώτες στα τείχη. Τελικά, την έστησε μπροστά στην
Πύλη του Κυνηγίου, αλλά ποτέ δεν την άπλωσε, επειδή δε χρειάστηκε να το
κάνει. [...]
Στη στεριά, όμως, το μεσημέρι της
ίδιας μέρας, (21 Μαΐου) οι δικοί μας ανακάλυψαν μια υπόγεια στοά στην
Καλιγαρία, την οποία είχαν ανοίξει οι Τούρκοι κάτω από τα θεμέλια των
χερσαίων τειχών για να μπορέσουν κάποια νύχτα να "αναδυθούν"
απρόοπτα μέσα στην Πόλη. Η σήραγγα όμως εκείνη δεν ήταν πολύ επίφοβη. Όταν οι
δικοί μας την ανακάλυψαν πήγαν να βάλουν μέσα φωτιά. Οι Τούρκοι που ήταν
απέξω άκουσαν ότι οι δικοί μας ήθελαν να βάλουν φωτιά κι έτρεξαν κι έβαλαν κι
εκείνοι. Έτσι, μεμιάς η σήραγγα πήρε φωτιά κι από τα δυο άκρα. Ήταν όμως δική
μας η νίκη και η δόξα και δεν είχαμε να φοβούμαστε άλλο απ' αυτή τη σήραγγα.
[...]
Την 22η μέρα του Μαΐου, την ώρα του
αποδείπνου, οι δικοί μας ανακάλυψαν μια υπόγεια σήραγγα στην Καλιγαρία... Την
ίδια επίσης μέρα ανακαλύψαμε άλλη μια σήραγγα στο ίδιο σημείο της Καλιγαρίας,
όπου δεν υπήρχαν σταυρώματα. Αυτή η σήραγγα ήταν λίγο επίφοβη, αλλά, με του
Θεού το θέλημα, το έδαφος υποχώρησε από μόνο του και πλάκωσε όλους του
Τούρκους που βρίσκονταν από κάτω, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι... Την ίδια
επίσης ημέρα, την πρώτη ώρα της νύχτας, εμφανίζεται ένα παράξενο σημάδι στον
ουρανό κι εκείνο ήταν που έδωσε στον Κωνσταντίνο, τον τιμημένο αυτοκράτορα
της Κωνσταντινούπολης, να καταλάβει ότι η ένδοξη αυτοκρατορία του πλησίαζε
στη δύση της, όπως πραγματικά συνέβη. Για να καταλάβετε, θα περιγράψω στη
συνέχεια πως ήταν αυτό το σημάδι: Αυτή τη νύχτα, την πρώτη ώρα ανέτειλε η
σελήνη. Απόψε ήταν πανσέληνος και η σελήνη έπρεπε να σηκωθεί στον ουρανό
ολοστρόγγυλη, αλλά εκείνη ανέτειλε όπως ήταν πριν από τρεις ημέρες, που
φαινόταν λίγο. Ήταν δε η ατμόσφαιρα τόσο γαλήνια και μουντή, σαν θαμπό
κρύσταλλο. Τέσσερις ώρες έμεινε έτσι το φεγγάρι κι έπειτα σιγά σιγά άρχισε να
γεμίζει. Όταν λοιπόν όλοι εμείς οι χριστιανοί μα και οι ειδωλολάτρες είδαμε
αυτό το θαυμαστό σημάδι, ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης πολύ φοβήθηκε,
το ίδιο και οι αυλικοί του. Γιατί, οι Γραικοί είχαν μια προφητεία που έλεγε
ότι η Κωνσταντινούπολη ποτέ δε θα χανόταν μέχρι την ημέρα που η σελήνη δε θα
φαινόταν στον ουρανό μέσα στο πιάτο της. Οι Τούρκοι όμως χάρηκαν πολύ μ'
εκείνο το σημάδι κι έστησαν μεγάλο γλέντι στο στρατόπεδό τους, επειδή για
εκείνους σήμαινε ότι η νίκη ήταν δική τους, όπως τελικά αποδείχτηκε. [...]
Στις 26 Μαΐου, την πρώτη ώρα της
νύχτας, οι Τούρκοι δημιούργησαν σ' όλο το στρατόπεδό τους μεγάλη φωτοχυσία
από φωτιές, που άναβαν δύο μαζί μπροστά σε κάθε σκηνή που ήταν στημένη μέσα
στο στρατόπεδο. Οι φωτιές εκείνες ήταν πολύ μεγάλες κι από τη μεγάλη αναλαμπή
τους νόμιζε κανείς πως ήταν μέρα... Σ' όλη την πόλη πλανιόταν μεγάλος φόβος
κι όλοι με θρήνους ικέτευαν το Θεό και την Παναγία να μας ελεήσουν να
γλιτώσουμε από τη μανία των ειδωλολατρών. [...]
Στις 27 Μαΐου , πάλι αυτοί οι
λυσσασμένοι ειδωλολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φωτιές όσο και την
προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. [...]
Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς
έβγαλε διαταγή με σάλπισμα σ' όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και
όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να
μείνουν όλη μέρα στις θέσεις του, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε
να εξαπολύσει γενική επίθεση σ' αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα
τιμωρούνταν με την ποινή του αποκεφαλισμού.
Η τελευταία επίθεση και η
άλωση
Η 29η Μαΐου
είναι η τελευταία μέρα της πολιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός ημών
έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του
σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρκου Μουράτ, όπως
θα πληροφορηθείτε στη συνέχεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή
η σκληρή απόφαση για να επαληθευτούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η
πρώτη, εκείνη που έκανε ο Άγιος Κωνσταντίνος, που στέκει στο άλογό του πάνω
σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι
και λέει: Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την
Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ' αυτήν την
αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος
της Ελένης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη
δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την
Κωνσταντινούπολη. Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί,
δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο
όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον
ουρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει
τη μοιραία απόφαση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του
Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια.
Σήμερα, την 29η Μαΐου του έτους 1453,
την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ,
έρχεται αυτοπροσώπως στα τείχη, για να κάνει γενική επίθεση, με την οποία
καθαίρεσε την Πόλη. Ο Τούρκος αυθέντης είχε οργανώσει τους άντρες του σε τρία
ασκέρια, και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι
απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που κρατούνταν με τη βία στο στρατόπεδο.
Το δεύτερο ασκέρι αποτελούνταν από ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων,
απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια, και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι
γενίτσαροι που φορούσαν τα λευκά φέσια. Οι γενίτσαροι ήταν όλοι στρατιώτες
του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγμένοι
κα ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ήταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από
τους αξιωματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης. Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί,
ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν
και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως
μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως
τσακίζονταν. Κι ακόμα, οι δικοί μου που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν
κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους.
Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, φονεύονταν. Όταν αυτοί που ανέβαιναν
πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νεκρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο
στρατόπεδο, για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλλά καθώς οι
άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με
τους ακινάκες (γιαταγάνι) τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να
γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν. Κι όταν απ' αυτό το πρώτο
ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστηκαν, άρχισε με μεγάλη ορμή να
έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος
ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν
χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν
για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα,
φονεύτηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι
δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου
Ρωμανού. Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να
χτυπούμε δυνατά τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των
τειχών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριός μας έλεος και βοήθεια
εναντίον του Τούρκου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και
πολεμούσαν με τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται
έξω από τα σταυρώματα. Σ' αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι
οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και
καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζονταν την Πόλη, με τη σφοδρότητά τους.
Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις
σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν
τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρκοι έβρισκαν το θάνατο.
Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλαν εναντίον τους και
σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το
δεύτερο ασκέρι κι έκανε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς
επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενίτσαροι, οι μισθοφόροι του
αυθέντη. Μαζί του ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, όλοι
άντρες γενναίοι και πίσω απ' όλους αυτούς ο Τούρκος αμηράς. Το τρίτο ασκέρι
ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι αλλά σαν λέοντες, με
τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι
βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που
είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες
του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από
τη μάχη με τον πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολάτρες ήταν
θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ' όλο
το στρατόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους
μας έπαιρναν την ψυχή. Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον
χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις καμπάνες και τα σήμαντρα σ' όλη την
Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: "Έλεος,
έλεος, Κύριε από τους ουρανούς, στείλε βοήθεια σ' αυτήν την αυτοκρατορία του
Κωνσταντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες". Σ' όλη την
Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν
ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους του
αγίους κα τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες
Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης. Κι ενώ εκείνοι
παρακαλούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά
της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του
γαληνότατου αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες
του κι όλους τους αξιωματούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώντας
γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν
έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξηράς δηλαδή, κι
έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες
τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες. Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρομακτικές που νόμιζε
κανείς ότι θα σκίζονταν οι ουρανοί. Μ' εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα
της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών
που ήταν έξι μίλια, χτυπούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορούσαν να
φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από
εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκοσι. Αυτή η τόσο
σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας.
Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την
άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς του Ενετούς. Στο σημείο που ήταν
ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια. Η άμυνά μας όμως δεν
είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφασή του ότι
αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα
πια δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις
στιγμές βρισκόμασταν σ' αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον
ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαχνιστούν
τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ' αυτήν τη σκληρή μάχη θα πεθαίναμε. Και για να
μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να
πυροδοτήσουν τη μεγάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα στα
οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει, τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που
σήκωσε αυτή η βομβάρδα άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν
σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενετοί
τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και μεγάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο.
Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη
στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματικά
ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη
ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρκοι πυροδότησαν
για άλλη μια φορά τη μεγάλη βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν
σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας
και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία. Μέσα σ' ένα τέταρτο της ώρας
είχαν περάσει πάνω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με
τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι
δε αλαλαγμοί του αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατολία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως
κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί
απ' αυτούς φονεύτηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες.
Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας φόνευε όσους ήθελε. Έχοντας
καταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους
οχυρώθηκαν πίσω απ' αυτή. Μετά απ' αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν
εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως
βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια
μέχρι την άλλη άκρη, που ήταν έξι μίλια. Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που
βρίσκονταν πάνω στα τείχη σκότωναν πολλούς απ' αυτούς με πέτρες, αφήνοντάς
του να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους. Τόσοι ήταν οι
νεκροί που τουλάχιστον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μεταφέρουν τα
πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκοτώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι
δικοί μας, οι χριστιανοί, φοβούνταν τα μέγιστα και ο γαληνότατος αυτοκράτορας
έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν
από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν: "Κύριε
ελέησον". Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και περισσότερο οι μοναχές
και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός
Ιουδαίος. Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα,
αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του κα τρέχει στο πλοίο του που ήταν
αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιουστινιάνη ο αυτοκράτορας τον είχε
ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας
μέσα από την Πόλη, φώναζε: "Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη". Και
ψευδόταν ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά
από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη,
όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκαταλείψαν τις θέσεις τους
και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπορέσουν να διαφύγουν με τα πλοία
και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει, ο
παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του
να επαληθευτούν οι προφητείες. Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν
μέσα στην Κωνσταντινούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν
γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη,
τσακίστηκαν πολλοί Τούρκοι κα χριστιανοί που έτρεξαν να τους εμποδίσουν.
Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα
πτώματά τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους
πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη. Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους
περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους
και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ήλιου μέχρι
την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χατζάρα. Όσοι
από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές.
Όταν πέρασε η μανία τους, οι Τούρκοι τους βρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και
πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτασαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που
είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο
Ρωμανό, ανέβηκαν σ' έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Αγίου Μάρκου
και του γαληνότατου αυτοκράτορα. Τότε οι ειδωλολάτρες έσκισαν αμέσως τη
σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσκισαν τη σημαία του γαληνότατου
αυτοκράτορα και πάνω σ' εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου
αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και
του αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή
όλοι εμείς οι χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δάκρυα.
Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο καταλάβαμε ότι η Πόλη
είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.
[...]
Τα μετά την άλωση
... Όλοι άρχισαν
να τρέχουν σαν λυσσασμένα σκυλιά στη στεριά ψάχνοντας για χρυσάφι, κοσμήματα
κι άλλα πλούτη, κι ακόμα να αιχμαλωτίσουν τους εμπόρους. Περισσότερο έψαχναν
μέσα στα μοναστήρια κι όλες οι μοναχές στάλθηκαν στο στόλο τους κι
ατιμάστηκαν και ταπεινώθηκαν από τους Τούρκους. Έπειτα πουλήθηκαν όλες
σκλάβες στα παζάρια της Τουρκίας. Αλλά και όλες οι κοπέλες ατιμάστηκαν κι
έπειτα πουλήθηκαν και μάλιστα ακριβά, αν και μερικές από εκείνες προτίμησαν
να ριχτούν στα πηγάδια και να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Το ίδιο έκαναν και πολλές παντρεμένες. Οι Τούρκοι φόρτωσαν τα καράβια τους με
αιχμαλώτους και αμύθητα πλούτη. [...] Το αίμα έτρεχε στη γη όπως όταν βρέχει
και το νερό πλημμύριζε τα ρείθρα των δρόμων, τόσο πολύ αίμα χύθηκε. Τα κορμιά
των σκοτωμένων, τόσο των χριστιανών όσο και των Τούρκων, πετάχτηκαν στα
Δαρδανέλια και παρασύρονταν από το ρέμα όπως τα πεπόνια στα κανάλια. Για τον
αυτοκράτορα κανένας δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ είδηση για τις πράξεις του.
Ούτε ζωντανός βρέθηκε κι ούτε νεκρός, αλλά μερικοί λένε ότι τον είδαν ανάμεσα
στα πτώματα των σκοτωμένων, που σημαίνει ότι έπαθε ασφυξία κατά την έφοδο που
έκαναν οι Τούρκοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι αιχμάλωτοι ήταν 60.000 και
οι Τούρκοι βρήκαν πλούτη αμέτρητα. Η ζημιά των χριστιανών υπολογίζεται σε
200.000 δουκάτα και των άλλων υπηκόων σε 100.000 δουκάτα.
18 Ιουλίου 1453. Ο αυτοκράτορας, που
ήταν πάμπτωχος, ζήτησε να δανειστεί από τους αυλικούς του χρήματα, εκείνοι
του είπαν ότι λυπόντουσαν αλλά δεν είχαν. Έπειτα οι Τούρκοι βρήκαν αρκετά
χρήματα. Σε κάποιον μάλιστα από εκείνους βρήκαν 30.000 δουκάτα. Είχαν δε
συμβουλέψει τον αυτοκράτορα να τιμωρήσει τους αυλικούς του, αλλά να αφαιρέσει
τα ασημικά από τις εκκλησίες, και αυτό έκανε.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης
ο Τούρκος βάζει τελάληδες να διαλαλήσουν σ' όλη την Πόλη πως όσοι είχαν
σπίτια έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιόν του, να τα δηλώσουν κι εκείνος θα τους
άφηνε ελεύθερους. Πολλοί Γραικοί και Λατίνοι πήγαιναν και του έλεγαν πού
βρίσκονταν τα σπίτια τους [...] κι ήθελε να σκοτώσει όσους είχαν έρθει
ενώπιόν του, αλλά θυμήθηκε πως θα είχε μεγαλύτερο όφελος να τους αφήσει
ζωντανούς για να του καταβάλουν λύτρα.
Λέγεται ακόμα πως ένας μεγάλος
Έλληνας ευγενής, για να κερδίσει την ευμένειά του, έστειλε τις δυο θυγατέρες
του κρατώντας η καθεμιά από ένα δίσκο γεμάτο χρήματα, και τότε ο Τούρκος
έκανε μεγάλες τιμές σ' αυτόν τον ευγενή και του έδειχνε μεγάλη εκτίμηση.
Βλέποντας την τύχη του, οι άλλοι Έλληνες ευγενείς παίρνουν όσα χρήματα
μπορούσε ο καθένας τους και πηγαίνουν να του τα προσφέρουν για να κερδίσουν
την εύνοιά του. Ο Τούρκος αυθέντης δέχεται τα δώρα και περιβάλλει τους
κομιστές τους με μεγάλες τιμές και αξιώματα. Αλλά, όταν έπαψαν να του
πηγαίνουν δώρα, διατάζει να αποκεφαλίσουν όσους του είχαν φέρει, λέγοντας πως
ήταν μεγάλοι σκύλοι που δεν είχαν θελήσει να τα δανείσουν στον αυθέντη τους
κι είχαν αφήσει την πόλη να χαθεί. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου