Το πρώτο μέρος της μακράς βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από τον
εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε πανίσχυρους στρατηγούς από την αριστοκρατία
της Ανατολίας. Μετά την υποταγή τους, ο Βασίλειος επέβλεψε τη
σταθεροποίηση και την επέκταση των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας και, πάνω απ’ όλα, την τελική και πλήρη υποταγή της
Βουλγαρίας, τον κυριότερο ευρωπαϊκό εχθρό της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό
και ονομάστηκε από μεταγενέστερους συγγραφείς ως Βουλγαροκτόνος, με το
οποίο είναι ευρύτερα γνωστός. Κατά το θάνατό του, η αυτοκρατορία
εκτεινόταν από τη Νότια Ιταλία μέχρι τον Καύκασο και από το Δούναβη
μέχρι την Παλαιστίνη.
Παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους, ο Βασίλειος Β’ έδειξε επίσης
διοικητικές ικανότητες, μειώνοντας τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων,
που κυριαρχούσαν στη διοίκηση και στο στρατό,
και γεμίζοντας τα
θησαυροφυλάκια της αυτοκρατορίας. Πολύ μεγάλης σημασίας ήταν η απόφαση
του Βασιλείου να προσφέρει το χέρι της αδελφής του, Άννας, στον
Βλαδίμηρο Α’ του Κιέβου, σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική του
υποστήριξη, γεγονός που οδήγησε στον εκχριστιανισμό των Ρως και την
ενσωμάτωση της Ρωσίας στην πολιτιστική σφαίρα του Βυζαντίου.
Γέννηση και παιδική ηλικία
Ο Βασίλειος Β’ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 958 και ήταν γιος του
αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία ήταν
Ελληνίδα, γεννημένη στη Λακωνία. Η πατρική
του καταγωγή είναι
άγνωστη καθώς στον υποτιθέμενο πρόγονό του, τον Βασίλειο Α’, ιδρυτή της
δυναστείας, αποδίδεται αρμενική, σλαβική ή ελληνική καταγωγή. Επιπλέον,
είναι πιθανό ότι ο βιολογικός πατέρας του Λέοντα ΣΤ’ (προπάππου του
Βασιλείου Β’) ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ και όχι ο Βασίλειος Α’. Η οικογένεια του
Μιχαήλ Γ’ ήταν Μικρασιάτες από τη Φρυγία και μιλούσαν ελληνικά. Το 960,
όταν ο Βασίλειος ήταν δύο ετών, ο πατέρας του τον έκανε συναυτοκράτορα.
Όμως το 963 ο πατέρας του πέθανε ενώ ο Βασίλειος ήταν μόλις 5 ετών.
Επειδή ο Βασίλειος και ο αδελφός του, ο μελλοντικός αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Η’ (βασίλεψε από το 1025 έως το 1028), ήταν πολύ μικροί για
να βασιλέψουν, η μητέρα τους Θεοφανώ παντρεύτηκε έναν από τους
κορυφαίους στρατηγούς του Ρωμανού, τον Νικηφόρο Β’ Φωκά, ο οποίος
στέφθηκε αυτοκράτορας το ίδιο έτος. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς
δολοφονήθηκε από τον ανηψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος έγινε
αυτοκράτορας και βασίλεψε για 7 χρόνια. Τέλος, όταν ο Ιωάννης Τσιμισκής
πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 976, ο 18χρονος τότε Βασίλειος Β’ ανέλαβε
πλέον τα καθήκοντα του αυτοκράτορα.
Εξεγέρσεις στην Ασία και συμμαχία με τους Ρως
Ο Βασίλειος ήταν γενναίος στρατιώτης και εξαιρετικός ιππέας και
έμελλε να αποδείξει ότι ήταν ισχυρός ηγέτης και ικανός στρατηγός. Στην
αρχή δεν έδειξε την πλήρη έκταση της ενέργειάς του. Στα πρώτα χρόνια της
βασιλείας του, η διοίκηση παρέμεινε στα χέρια του ευνούχου Βασίλειου
Λεκαπηνού (νόθου γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’), προέδρου της
Γερουσίας. Ο Λεκαπηνός ήταν ένας πανούργος και προικισμένος άνθρωπος, ο
οποίος ήλπιζε ότι οι νέοι αυτοκράτορες θα ήταν μαριονέτες του. Ο
Βασίλειος περίμενε και παρακολουθούσε χωρίς να παρεμβαίνει, μαθαίνοντας
όμως τις λεπτομέρεις των διοικητικών επιχειρήσεων και εμβαθύνοντας στη
στρατιωτική επιστήμη.
Ακόμα και ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής, που ήταν
εξαιρετικοί στρατιωτικοί διοικητές, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο καλοί
στη διοίκηση του κράτους. Προς το τέλος της βασιλείας του, ο Ιωάννης
Τσιμισκής είχε προγραμματίσει καθυστερημένα να περιορίσει τη δύναμη των
μεγάλων γαιοκτημόνων, και ο θάνατός του, ο οποίος ήρθε αμέσως μετά την
ομιλία του εναντίον τους, δημιούργησε φήμες ότι ο Τσιμισκής
δηλητηριάστηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό, ο οποίος είχε αποκτήσει
παράνομα τεράστια ακίνητη περιουσία και φοβόταν την έρευνα και την
τιμωρία του.
Ως αποτέλεσμα των αποτυχιών των άμεσων προκατόχων του, ο Βασίλειος
Β’ βρέθηκε από την αρχή της βασιλείας του αντιμέτωπος μ’ ένα σοβαρό
πρόβλημα καθώς δύο μέλη της πλούσιας στρατιωτικής ελίτ της Μικράς Ασίας,
ο Βάρδας Σκληρός (παλαιότερα στενός συνεργάτης του Ιωάννη Τσιμισκή) και
ο Βάρδας Φωκάς, διέθεσαν αρκετούς πόρους για να προβούν σε ανοικτές
εξεγέρσεις εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Το κύριο κίνητρο των δύο
ανδρών, οι οποίοι ήταν έμπειροι αλλά αλληλοσυγκρουόμενοι στρατηγοί, ήταν
να αναρριχηθούν στον αυτοκρατορικό θρόνο και να εκμηδενίσουν το ρόλο
και την επιρροή του Βασίλειου. Ο Βασίλειος, δείχνοντας την τάση για
σκληρότητα που θα γίνει το σήμα κατατεθέν του, ανέλαβε να τους
αντιμετωπίσει ο ίδιος και κατέστειλε τις εξεγέρσεις τόσο του Σκληρού (το
979) όσο και του Φωκά (το 989) .
Αυτές οι εξεγέρσεις είχαν βαθιά επίδραση στις προοπτικές και τη
μέθοδο διακυβέρνησης του Βασίλειου Β’. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός
περιγράφει τον ηττημένο Σκληρό να συμβουλεύει τον αυτοκράτορα να
καθαιρεί τους κυβερνήτες που γίνονται υπερβολικά περήφανοι, να μην
αφήνει στους στρατηγούς που είναι σε εκστρατείες να έχουν πολλούς
πόρους, να τους εξαντλεί με άδικες ενέργειες για να είναι απασχολημένοι
συνεχώς με υποθέσεις, να μην επιτρέπει την παρουσία γυναικών στα
αυτοκρατορικά συμβούλια, να μην είναι προσβάσιμος σε κανέναν και να
μοιράζεται με λίγους τα προσωπικά του σχέδια. Ο Βασίλειος φαίνεται πως
έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη του αυτή τη συμβουλή.
Για να αντιμετωπίσει την τελευταία εξέγερση, ο Βασίλειος συμμάχησε
με τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο Α’ του Κιέβου, ο οποίος το 988 είχε καταλάβει
τη Χερσώνα, την κύρια αυτοκρατορική βάση στην Κριμαία. Ο Βλαδίμηρος
προσφέρθηκε να αφήσει τη Χερσώνα και να ενισχύσει με 6.000 στρατιώτες
τον Βασίλειο, ζητώντας ως αντάλλαγμα να παντρευτεί την αδελφή του
Βασίλειου, Άννα. Στην αρχή, ο Βασίλειος δίστασε καθώς οι Βυζαντινοί
έβλεπαν όλα τα έθνη της Βόρειας Ευρώπης, είτε ήταν Φράγκοι είτε ήταν
Σλάβοι, ως βάρβαρους, αλλά και η ίδια η Άννα δεν ήθελε να παντρευτεί
έναν βάρβαρο ηγέτη.
Ο Βλαδίμηρος είχε κάνει μακρόχρονη έρευνα σε διάφορες θρησκείες,
στέλνοντας μάλιστα και αντιπροσώπους σε διάφορες χώρες. Ο γάμος δεν ήταν
ο κύριος λόγος για τον οποίο επέλεξε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία.
Όταν ο Βλαδίμηρος υποσχέθηκε να βαπτιστεί ο ίδιος χριστιανός και να
προσηλυτίσει το λαό του στο χριστιανισμό, ο Βασίλειος συμφώνησε. Ο
Βλαδίμηρος και η Άννα παντρεύτηκαν στην Κριμαία το 989. Η επιστράτευση
των Ρως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό της εξέγερσης και
αποτέλεσαν τη βάση του Τάγματος των Βαράγγων. Έτσι κερδήθηκε η κρίσιμη
μάχη της Αβύδου ενάντια στις δυνάμεις της οικογένειας Φωκά τον Απρίλιο
του 989, ενώ στη συνέχεια συνθηκολόγησε ο Βάρδας Σκληρός. Επιπλέον, ο
γάμος του Βλαδίμηρου και της Άννας είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες
συνέπειες, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας με την οποία το
Μέγα Δουκάτο της Μόσχας πολλούς αιώνες αργότερα θα αυτοανακηρυσσόταν “Η
Τρίτη Ρώμη” και θα διεκδικούσε την πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Μετά τις εξεγέρσεις ακολούθησε η πτώση του Βασίλειου Λεκαπηνού. Ο
Λεκαπηνός κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε με τους εξεγερθέντες και
τιμωρήθηκε με εξορία και με δήμευση της τεράστιας περιουσίας του.
Προσπαθώντας να προστατέψει τις χαμηλές και τις μεσαίες κοινωνικές
τάξεις, ο Βασίλειος Β’ έκανε αδίστακτο πόλεμο κατά του συστήματος της
τεράστιας περιουσίας που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία. Το 995,
επιστρέφοντας με το στρατό του από την Ανατολή μέσω της Καππαδοκίας,
έτυχε πλουσιοπάροχης φιλοξενίας από τον Ευστάθιο Μαλεϊνό, μέλος ισχυρής
οικογένειας που είχε παρασταθεί στους Φωκάδες. Αντί να τον ευχαριστήσει,
τον μετέφερε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη και όταν πέθανε του
δήμευσε την κτηματική περιουσία του. Το 996 νομοθέτησε την πιο απόλυτη
απαγόρευση κατά της απόκτησης γαιών από τους ισχυρούς. Ακόμα και εάν
κάποιος ισχυρός είχε κατοχή 40 ετών, και άσχετα των οποιωνδήποτε
βελτιώσεων εκ μέρους του “δυνατού”, ο αδύνατος μπορούσε να επανακτήσει
την περιουσία του, και μάλιστα χωρίς να επιστρέψει το αρχικό τίμημα.
Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Εκστρατείες εναντίον των Αράβων
Έχοντας θέσει τέρμα στις εσωτερικές διαμάχες, ο Βασίλειος Β’
έστρεψε την προσοχή του σε άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Οι
βυζαντινοί εμφύλιοι πόλεμοι είχαν εξασθενήσει τη θέση της αυτοκρατορίας
στα ανατολικά και οι κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη
Τσιμισκή παρά λίγο να βρεθούν στα χέρια των Φατιμιδών. Μετά από δύο
βαριές ήττες του δούκα της Αντιόχειας, Μιχαήλ Βούρτζη, το 992 και το
994, το Χαλέπι πολιορκήθηκε και η Αντιόχεια απειλήθηκε από το στρατό των
Φατιμιδών. Το 995, ο Βασίλειος Β’ μαζί με ένα στρατό 40.000 ανδρών (και
με 80.000 μουλάρια) ξεκίνησε εκστρατεία κατά των Φατιμιδών,
ανακουφίζοντας το Χαλέπι. Η ταχύτητα της αφίξεως του στρατού του
Βασιλείου ήταν εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής. Σε δεκαπέντε
μόλις μέρες ο στρατός του διέσχισε την απόσταση από τις χιονοσκέπαστες
κορυφές της Μακεδονίας μέχρι τις ερήμους της Συρίας. Στη συνέχεια
απέκτησε τον έλεγχο της πεδιάδας του Ορόντη και διεξάγοντας επιδρομές
νοτιότερα, κατέλαβε όλες τις πόλεις από την Έμεσα μέχρι την Τρίπολη στο
σημερινό Λίβανο.
Αν και δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να μπει στην Παλαιστίνη και να
ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, ο Βασίλειος Β’ κατάφερε να ενσωματώσει στην
αυτοκρατορία το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας. Κανένας αυτοκράτορας από
την εποχή του Ηράκλειου δεν κατάφερε να κρατήσει αυτά τα εδάφη, τα οποία
παρέμειναν μέρος της αυτοκρατορίας για τα επόμενα 75 χρόνια.
Η κατάκτηση της Βουλγαρίας
Ο Βασίλειος Β’ ήθελε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία στα εδάφη
που είχαν χαθεί στο παρελθόν. Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας,
αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο εχθρό του, τον Σαμουήλ της
Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία υποτάχθηκε εν μέρει στον Ιωάννη Τσιμισκή, αλλά
μέρη της χώρας παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Βυζαντινών.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, οι κλυδωνισμοί στο εσωτερικό της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας ευνόησαν την ανάπτυξη του βουλγαρικού
επεκτατισμού σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου. Με ηγέτη τον Σαμουήλ οι
Βούλγαροι ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος εκτεινόμενοι προς Βορρά μέχρι το
Δούναβη και προς Νότο μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ οι ληστρικές επιδρομές που
επιχειρούσαν ακόμη και μέχρι την Πελοπόννησο είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα
για την αυτοκρατορία.
Η βυζαντινή κυβέρνηση προσπάθησε να προκαλέσει διχόνοια στις τάξεις
των Βουλγάρων επιτρέποντας κατ’ αρχάς τη διαφυγή του αιχμάλωτου
αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, Μπορίς Β’. Μετά την αποτυχία του
εγχειρήματος, και κατά τη διάρκεια μίας ανάπαυλας της διαμάχης του με
την αριστοκρατία, ο Βασίλειος οδήγησε ένα στρατό 30.000 ανδρών στη
Βουλγαρία και πολιόρκησε την πόλη Σρεντέρς (σημερινή Σόφια) το 986.
Έχοντας απώλειες και ανησυχώντας για την αφοσίωση μερικών από τους
κυβερνήτες του, ο Βασίλειος ήρε την πολιορκία και αποφάσισε να
υποχωρήσει προς τη Θράκη. Όμως στις 17 Αυγούστου του 986, έπεσε σε
ενέδρα και υπέστη σοβαρή ήττα στη Μάχη που έγινε στις Πύλες του
Τραϊανού, γεγονός που σημάδεψε για όλη του τη ζωή την πολιτική του
απέναντι στους Βούλγαρους.
Ο Βασίλειος διέφυγε με τη βοήθεια του Τάγματος των Βαράγγων και
προσπάθησε να καλύψει τις απώλειές του στρέφοντας τον αδελφό του
Σαμουήλ, Ααρών, εναντίον του. Ο Ααρών δελεάστηκε από την πρόταση του
Βασίλειου να του προσφέρει την αδελφή του, Άννα, σε γάμο (η ίδια που δύο
χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Βλαδίμηρο του Κιέβου), αλλά οι
διαπραγματεύσεις απέτυχαν όταν ο Ααρών ανακάλυψε ότι η νύφη που του
έστειλε ο Βασίλειος δεν ήταν η Άννα.
Το 987 ο Σαμουήλ εξουδετέρωσε τον Ααρών, ενώ ο Βασίλειος ήταν
απασχολημένος πολεμώντας εναντίον του Σκληρού και του Φωκά στη Μικρά
Ασία. Παρόλο που το 991 συνελήφθη ο αυτοκράτορας της Βουλγαρίας, Ρομάν, ο
Βασίλειος Β’ έχασε από τους Βούλγαρους τη Μοισία.
Το 992 ο Βασίλειος Β’ υπέγραψε συνθήκη με τον δόγη της Βενετίας,
Πιέτρο Ορσεόλο Β’, σύμφωνα με την οποία η Βενετία θα πλήρωνε λιγότερους
τελωνειακούς δασμούς στην Κωνσταντινούπολη σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία
της στη μεταφορά βυζαντινών στρατευμάτων στη νότια Ιταλία, σε περιόδους
πολέμου.
Τα χρόνια που ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με τις εσωτερικές
εξεγέρσεις και την ανάκτηση των ανατολικών συνόρων, ο Σαμουήλ επέκτεινε
την κυριαρχία του από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο
ανακτώντας τα περισσότερα εδάφη που είχε η Βουλγαρία πριν την εισβολή
του Σβιατοσλάβ Α’ του Κιέβου. Επίσης ήταν επικεφαλής καταστροφικών
επιδρομών στην κεντρική Ελλάδα, που αποτελούσε μέρος της βυζαντινής
επικράτειας. Όμως, το 996 ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός
επέτυχε συντριπτική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του
Σπερχειού. Ωστόσο ο Σαμουήλ και ο γιος του,Γαβριήλ Ρωμανός, κατάφεραν να
διαφύγουν.
Από το έτος 1000, ο Βασίλειος Β’ ήταν ελεύθερος πλέον να
επικεντρωθεί σε έναν πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, έναν πόλεμο τον οποίο
προσέγγισε με επιμονή και στρατηγική διορατικότητα. Εκείνη τη χρονιά, ο
στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας κατέλαβε την πόλη Βέλικι Πρέσλαφ, παλιά
πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Το 1001 ο ίδιος ο Βασίλειος κατάφερε να
ανακτήσει τον έλεγχο στις πόλεις Βοδενά, Βέροια και Σέρβια. Την επόμενη
χρονιά, έχοντας ως βάση τη Φιλιππούπολη, κατέλαβε τη στρατιωτική οδό από
τον δυτικό Αίμο έως το Δούναβη, περικόπτοντας έτσι την επικοινωνία
μεταξύ της Μακεδονίας και της Μοισίας. Μετά από αυτή την επιτυχία,
πολιόρκησε το Βιδίνιο (Βίντιν), το οποίο τελικά έπεσε μετά από
παρατεταμένη αντίσταση. Ο Σαμουήλ αντέδρασε στη βυζαντινή εκστρατεία με
ένα τολμηρό χτύπημα. Ξεκίνησε μία μεγάλης κλίμακας επιδρομή στην καρδιά
της βυζαντινής Θράκης, επιτιθέμενος στην Αδριανούπολη.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΥΛΙΤΖΗ
Επιστρέφοντας στην έδρα του με τα λάφυρα, ο Σαμουήλ αναχαιτίστηκε
κοντά στα Σκόπια από τον βυζαντινό στρατό που διοικούσε ο αυτοκράτορας.
Οι δυνάμεις του Βασίλειου εισέβαλαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο, νικώντας
τους Βούλγαρους συντριπτικά και ανακτώντας τα λάφυρα της Αδριανούπολης.
Τα Σκόπια παραδόθηκαν λίγο μετά τη μάχη και ο κυβερνήτης τους
αντιμετωπίστηκε με ευγένεια από τον αυτοκράτορα. Το 1005, ο κυβερνήτης
του Δυρραχίου παρέδωσε την πόλη του στους Βυζαντινούς. Η προσάρτηση του
Δυρραχίου ολοκλήρωσε την απομόνωση του Σαμουήλ στα υψίπεδα της δυτικής
Μακεδονίας. Ο Σαμουήλ εξαναγκάστηκε σε μία εξ ολοκλήρου αμυντική στάση
ενισχύοντας τα περάσματα και τους δρόμους των εδαφών που βρίσκονταν
ακόμα στην κατοχή του. Κατά τα επόμενα χρόνια, μειώθηκε η επιθετικότητα
των Βυζαντινών και δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα, αν και
το 1009 μία προσπάθεια αντεπίθεσης των Βούλγαρων αντιμετωπίστηκε
επιτυχώς από τους Βυζαντινούς σε μία μάχη που διεξήχθη στα ανατολικά της
Θεσσαλονίκης.
Το 1014, ο Βασίλειος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μία εκστρατεία με
στόχο την εξάλειψη της αντίστασης των Βουλγάρων. Στις 29 Ιουλίου1014, ο
Βασίλειος Β’ και ο στρατηγός του, Νικηφόρος Ξιφίας, διέλυσαν το
βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Κλειδίου στην οροσειρά Μπέλλες. Ο Σαμουήλ
απέφυγε την αιχμαλωσία χάρη στην ανδρεία του γιου του, Γαβριήλ. Έχοντας
συντρίψει τους Βούλγαρους, ο Βασίλειος Β’ αιχμαλώτισε 15.000 άνδρες,
τους οποίους και τύφλωσε αφήνοντας μόνο έναν μονόφθαλμο ανά 100 τυφλούς
άνδρες για να μπορέσουν να επιστρέψουν στον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ αντίκρυσε
συγκλονισμένος τον τυφλό στρατό του και δύο ημέρες αργότερα πέθανε μετά
από καρδιακό επεισόδιο. Αν και η έκταση της κακομεταχείρισης των
Βούλγαρων αιχμαλώτων μπορεί να έχει μεγαλοποιηθεί, το περιστατικό αυτό
βοήθησε στο να δοθεί αργότερα στον Βασίλειο Β’ η προσωνυμία “ο
Βουλγαροκτόνος”.
Η Βουλγαρία πολέμησε για άλλα τέσσερα χρόνια, καθώς η αντίστασή της
αναζωπυρώθηκε από τη σκληρότητα του Βασίλειου Β’. Την άνοιξη του 1017 ο
Βασίλειος Β’ ξεκίνησε απ’ τη Μοσυνούπολη εναντίον του οχυρού του Λογγά
(βρίσκεται μεταξύ Σιδεροχωρίου και Τοιχιού Καστοριάς), το οποίο μετά από
σκληρή πολιορκία παραδόθηκε στους Βυζαντινούς. Ο αυτοκράτορας
κατέστρεψε εκ θεμελίων το βουλγάρικο οχυρό και μοίρασε τους στασιαστές
κατοίκους του ως σκλάβους στους στρατιώτες του. Μετά την κατάληψη του
Λογγά ο Βασίλειος κυρίευσε τη γειτονική Καστοριά, που την κατείχαν
αρκετά χρόνια οι Βούλγαροι, και στη συνέχεια κατέλαβε την Οχρίδα
υποτάσσοντας τελικά τους Βούλγαρους το 1018. Η υποταγή αυτή ήταν το
αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης στρατιωτικής πίεσης και της επιτυχημένης
διπλωματικής εκστρατείας που στόχευε στη διχόνοια και στην εξαγορά της
βουλγαρικής ηγεσίας. Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και τη μετέπειτα
υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β’,
καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά
μετά από 400 χρόνια.
Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο
στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την
προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία
και από τη πεδιάδα της Καρατζόβας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη
συνέχεια μέσω Λιβαδιάς έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό
διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα).
Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του,
επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Από τη
“Χρυσή Πύλη” μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό
στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα.
Ο Βασίλειος Β’ έδειξε τις ικανότητές του στην πολιτική, δίνοντας
στους πρώην ηγέτες των Βουλγάρων τίτλους, θέσεις στην επαρχιακή διοίκηση
και σημαντικά πόστα στο στρατό. Στις δε βουλγαρικές επαρχίες χορήγησε
πλήρη πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία. Μ’ αυτό τον τρόπο προσπάθησε
να απορροφήσει τη βουλγαρική ελίτ στη βυζαντινή κοινωνία. Επίσης, η
Βουλγαρία δεν είχε ανεπτυγμένη τη νομισματική οικονομία στον ίδιο βαθμό
που υπήρχε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Βασίλειος πήρε τη σοφή
απόφαση να δεχθεί τις πληρωμές των φόρων σε είδος. Οι διάδοχοι του
Βασίλειου άλλαξαν την πολιτική αυτή, γεγονός που δημιούργησε έντονη
δυσαρέσκεια στη Βουλγαρία και οδήγησε αργότερα σε εξέγερση.
Εκστρατεία κατά των Χαζάρων
Αν και η δύναμη του Χαζαρικού Χαγανάτου είχε καταλυθεί από τους
Ρως τη δεκαετία του 960, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να
εκμεταλλευτούν πλήρως το κενό εξουσίας και να αποκαταστήσουν την
κυριαρχία τους στην Κριμαία και σε άλλες περιοχές γύρω από τον Εύξεινο
Πόντο.
Το 1016, βυζαντινά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Κριμαία, μεγάλο
μέρος της οποίας ήταν υπό τον έλεγχο των Χαζάρων που είχαν ως βάση το
Κερτς. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο αρχηγός των Χαζάρων συνελήφθη
και το διάδοχο κράτος τους καταστράφηκε. Στη συνέχεια οι Βυζαντινοί
κατέλαβαν τη νότια Κριμαία.
Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1025, κατά το θάνατο του Βασιλείου Β’.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Βασίλειος Β’ επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και στη
συνέχεια επιτέθηκε ανατολικά προσαρτώντας εδάφη της σημερινής
Γεωργίαςκαι Αρμενίας. Επίσης ενίσχυσε τα σύνορα σ’ αυτές τις ορεινές
περιοχές κατά τρόπο που θα μπορούσαν να αποδειχθούν αποτελεσματικά
ενάντια στις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων, εάν οι διάδοχοί του ήταν
ικανοί.
Εν τω μεταξύ, άλλες βυζαντινές δυνάμεις νίκησαν τους Λογγοβάρδους
και επανέκτησαν μεγάλο μέρος της νότιας Ιταλίας, της οποίας ο έλεγχος
είχε χαθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία για πάνω από 150 χρόνια. Ο
Βασίλειος Β’ πέθανε σε ηλικία 67 ετών, στις 15 Δεκεμβρίου του 1025,
έχοντας περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του πολεμώντας. Τις τελευταίες
μέρες σχεδίαζε μία στρατιωτική εκστρατεία για να ανακτήσει τη Σικελία.
Ο Βασίλειος Β’ ήταν να ταφεί στην τελευταία διαθέσιμη σαρκοφάγο στη
ροτόντα του Μέγα Κωνσταντίνου στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ωστόσο ο
ίδιος είχε ζητήσει από τον αδελφό του και διάδοχο Κωνσταντίνο Η’ να
ταφεί χωρίς πομπές και επισημότητες στο Ναό του Αγίου Ιωάννη του
Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Το 1204, ο τάφος λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Δ’
Σταυροφορίας. Η επιγραφή του τάφου είναι άγνωστης πατρότητας και χρονολογίας και είναι γνωστή μέσω χειρογράφων που σώθηκαν.
Στίχοι ἐπιτάφιοι εἰς τὸν τάφον κυροῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου καὶ βασιλέως.
ἄλλοι μὲν ἄλλῃ τῶν πάλαι βασιλέων
αὑτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους,
ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος,
ἵστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς Ἑβδόμου
καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων
οὓς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὓς ἐκαρτέρουν•
οὐ γάρ τις εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ,
ἀφ’ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με
αὐτοκράτορα γῆς, μέγαν βασιλέα•
ἀλλ’ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τὸν ζωῆς χρόνον
Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς Νέας ἐρυόμην
ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν,
ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς ἕω,
ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία•
καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι,
σὺν οἷς Ἀβασγός, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ•
καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον
εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμὰς στρατηγίας.
Η εμφάνιση και ο χαρακτήρας του
Ο Βασίλειος Β’ ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας, ο οποίος, αν και με
ανάστημα κάτω από το μέσο όρο, φαινόταν μεγαλοπρεπής πάνω στο άλογό του.
Είχε γαλάζια μάτια και έντονα τοξωτά φρύδια. Επίσης είχε ελάχιστη
γενειάδα αλλά τα μουστάκια του ήταν πλούσια και είχε τη συνήθεια να τα
στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά του όταν σκεφτόταν κάτι ή ήταν πολύ
θυμωμένος. Δεν ήταν ευφραδής ομιλιτής αλλά είχε πολύ δυνατό γέλιο. Ως
ώριμος άνδρας είχε ασκητικές συνήθειες και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα
για τη μεγαλοπρέπεια και τις τελετές της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ
συνήθως ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή. Ήταν ικανότατος στην κρατική
διοίκηση και αποτελεί μοναδική περίπτωση μεταξύ των στρατιωτικών
αυτοκρατόρων που πεθαίνοντας άφησε γεμάτα τα ταμεία της αυτοκρατορίας. Ο
Βασίλειος Β’ περιφρονούσε τη λογοτεχνία και γενικότερα τον πολιτισμό.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ενεργοί πολλοί ρήτορες
και φιλόσοφοι.
Ο στρατός τον λάτρευε, καθώς ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο
μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας με τον στρατό αντί να στέλνει τις
διαταγές του από το παλάτι, όπως έκαναν οι περισσότεροι προκάτοχοί του.
Έζησε τη ζωή του απλού στρατιώτη, σε σημείο που έτρωγε το ίδιο φαγητό
με τους στρατιώτες του. Επίσης έπαιρνε τα παιδιά των σκοτωμένων
αξιωματικών υπό την προστασία του και τους πρόσφερε στέγη, τροφή και
μόρφωση. Πολλά απ’ αυτά έγιναν αργότερα στρατιώτες και αξιωματικοί και
τον θεωρούσαν σαν πατέρα τους.
Ο Βασίλειος Β’ ήταν δημοφιλής και στους αγρότες της χώρας. Η τάξη
αυτή παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών του στρατού και παρείχε
τους περισσότερους στρατιώτες. Για να διασφαλίσει τη συνέχεια, ο
Βασίλειος Β’ εισήγαγε νόμους που προστάτευαν τη μικρή αγροτική
ιδιοκτησία και μείωσε τους φόρους των αγροτών. Η βασιλεία του θεωρήθηκε
ως περίοδος σχετικής ευημερίας παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους. Απ’
την άλλη μεριά, ο Βασίλειος αύξησε τους φόρους της αριστοκρατίας και της
εκκλησίας και προσπάθησε να ελαττώσει την ισχύ και τον πλούτο τους. Αν
και για ευνόητους λόγους δεν ήταν δημοφιλής στις τάξεις τους, κανένας
απ’ αυτούς δεν είχε τη δύναμη να αντιταχθεί αποτελεσματικά στον
υποστηριζόμενο από το στρατό αυτοκράτορα.
Ο Βασίλειος Β’ ποτέ δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά. Όταν
ήταν νέος φλέρταρε με τις γυναίκες, αλλά όταν έγινε αυτοκράτορας επέλεξε
να αφοσιωθεί στα καθήκοντα του κράτους. Ο Μιχαήλ Ψελλός αποδίδει τη
ριζική αλλαγή του Βασίλειου, από τον έκλυτο νέο στον ζοφερό αυτοκράτορα,
στα γεγονότα των εξεγέρσεων του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά. Ο
ασκητισμός του Βασίλειου είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει ως διάδοχο τον
αδελφό του και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, που αποδείχθηκαν
αναποτελεσματικοί ως ηγέτες. Παρ’ όλα αυτά, ακολούθησαν 50 χρόνια
ευημερίας και πνευματικής ανάπτυξης χάρη στους πόρους του κράτους. Υπό
τον Βασίλειο Β’, η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πιθανόν έναν πληθυσμό
18.000.000 κατοίκων και, χάρη στη συνετή του διαχείριση, το
αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο συσσώρευσε εκατομμύρια νομίσματα, τα σύνορα
ήταν ασφαλή από εισβολείς και η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε
απ’ όλους ως το πιο εύπορο και καλά διοικούμενο βασίλειο του
χριστιανικού κόσμου.
Στη λογοτεχνία
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, το ενδιαφέρον στην Ελλάδα για τον
Βασίλειο Β’ οδήγησε σε μία σειρά βιογραφιών και ιστορικών μυθιστορημάτων
γι’ αυτόν. Το 1911 εκδόθηκε το δεύτερο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα,
με τίτλο “Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου”. Η Πηνελόπη Δέλτα το
εμπνεύστηκε μετά από αλληλογραφία που είχε με τον περίφημο βυζαντινολόγο
Γκυστάβ-Λεόν Σλυμπερζέ.
Ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα,
το 1907 είχε εκδόσει το έργο “Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα”, όπου γράφει:
“… σε μία τάξη έκαναν ιστορία κι έτυχε ίσα ίσα η
βασιλεία του Βουλγαροκτόνου. Ένα παιδί διηγούνταν πως ο βασιλέας, ύστερα
από είκοσι χρόνια πόλεμο, καταπόνεσε το Σαμουήλ και τους Βουλγάρους και
πως τύφλωσε δεκαπέντε χιλιάδες αιχμαλώτους, αφήνοντας σε κάθε
εκατοντάδα από ένα μονόφθαλμο για να τους οδηγεί, και τέλος, πως
βλέποντας την τόση καταστροφή, ο Σαμουήλ πέθανε από το κακό του. Ο
Αλέξης τότε γύρισε και είπε στα παιδιά: Ο Βασίλειος αντί να τυφλώσει
τόσους ανθρώπους, πράγμα βάρβαρο, καλύτερα θα έκανε να τους σκότωνε
όλους. Έτσι και δε θα βασανίζονταν οι άνθρωποι αυτοί, τυφλωμένοι και
ζωντανοί, και θα ήταν αμέσως δεκαπέντε χιλιάδες Βούλγαροι λιγότεροι στον
κόσμο – πράγμα χρήσιμο”.
Το 1964 εκδόθηκε το δημοφιλές ιστορικό μυθιστόρημα του Κώστα
Κυριαζή “Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος”. Γράφτηκε ως συνέχεια του
προηγούμενου έργου του, “Θεοφανώ” (1963), και εστίαζε στη ζωή του
αυτοκράτορα από την παιδική του ηλικία μέχρι το θάνατό του, μέσα από τα
μάτια τριών φανταστικών αφηγητών. Εκδίδεται συνεχώς από το 1964.
ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β΄ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΩΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΥ
Η εποχή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου καλύπτεται κατά κύριο λόγο
από το έργο του Ιωάννη Σκυλίτζη ενός ανώτατου Ρωμιού υπαλλήλου που
συνέγραψε προς τα τέλη του 11ου αιώνα μια χρονογραφία “Σύνοψις Ιστοριών”
η οποία καλύπτει την εποχή από το 811 έως το 1057. Ιδιαίτερη σημασία
έχει βέβαια το τμήμα που πραγματεύεται την εποχή του Βασιλείου του Β΄.
Το μεγαλύτερο τμήμα της χρονογραφίας του Σκυλίτζη αντιγράφηκε αργότερα
απ΄ τον Γεώργιο Κεδρηνό. Στην “Σύνοψη Ιστοριών” του ο Σκυλίτζης
χρησιμοποίησε για την εποχή του Βασιλείου Β΄ τη χαμένη μονογραφία του
Θεόδωρου Σεβαστείας.
Μικρογραφία από χειρόγραφο ψαλτήρι του 11ου αι. (Βενετία, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη).
Μετά την εδραίωση της κυριαρχίας του στο εσωτερικό, ο Βασίλειος
αφοσιώθηκε στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών της Ελληνικής
αυτοκρατορίας. Για όλο το υπόλοιπο της ζωής του, δεν σταμάτησε να πολεμά
σε διάφορα μέτωπα, αν και έγινε ευρύτερα γνωστός Για την συντριβή των
Βουλγάρων. Όμως οι επιτυχίες του μεγάλου στρατηλάτη αυτοκράτορα δεν
περιορίστηκαν μόνο στο μέτωπο αυτό, αλλά σχεδόν σε όλες τις εκστρατείες
του κατάφερε να έχει θετικά αποτελέσματα. Με υπομονή και επιμονή, Με
θάρρος και προσωπικές θυσίες, περνώντας όλη την ζωή του στα στρατόπεδα
σαν απλός στρατιώτης, πέτυχε να διαλύσει το ισχυρό βουλγαρικό εθνικό
γίγνεσθαι και να ενισχύσει τις ελληνικές θέσεις σε όλη την γραμμή των
συνόρων, στα ανατολικά και τα δυτικά. Στις αρχές του 991 επανήλθε στο
μέτωπο της Βαλκανικής, αφού πέρασε από την Θεσσαλονίκη για να αποδώσει
ευχαριστήρια στον μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο. Αποκατάστησε διπλωματικές
επαφές με τούς άρχοντες της Κροατίας και της Σερβίας, ώστε να
αποκλείσει από τα βόρεια τον Σαμουήλ.
Η εκστρατεία αυτή του Βασιλείου διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Ο
Βασίλειος γνώριζε πώς ο στρατός των Βουλγάρων, ήταν ισχυρότερος από τον
Ελληνικό γι’αυτό επισκέπτονταν ο ίδιος τα Ελληνικά φρούρια και οχυρά
στην Βαλκανική, έδινε προσωπικά οδηγίες στους διοικητές τους, τούς
εμψύχωνε και τούς κατεύθυνε ως προς το είδος του πολέμου πού έπρεπε να
διαλέξουν απέναντι στούς αντιπάλους.
Αυτός ο πόλεμος βασιζόταν σε
αιφνιδιαστικές επιθέσεις και αναδιπλώσεις στα οχυρά, σε συνεχείς
παρενοχλήσεις των βουλγαρικών στρατευμάτων χωρίς να εκτίθενται σε
σοβαρούς κινδύνους οι ίδιοι. Μέχρι το 995, ο Βασίλειος συνέχισε τον
ανταρτοπόλεμο του μη δίνοντας στον Σαμουήλ την ευκαιρία να
αντιπαρατεθούν σα ανοικτό πεδίο.
Την χρονιά αυτή, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε εναντίον της Συρίας,
όπου ο διοικητής της Αντιόχειας είχε ηττηθεί από τους σουλτάνους της
Αιγύπτου, τους Φατιμίδες και το Χαλεπών κινδύνευε να πέσει στα χέρια
τους. Η ταχύτητα της αφίξεως του στρατού του Βασιλείου ήταν τρομερή Για
τα δεδομένα της εποχής. Σε δεκαπέντε μόλις μέρες ένας στρατός 40000
αντρών διέσχισε την απόσταση από τις χιονοσκέπαστες κορυφές της
Μακεδονίας μέχρι τις ερήμους της Συρίας.
Αλλά ας αφήσουμε τον Schlumberger να μάς περιγράψει τις αντιδράσεις
των Αιγυπτίων πού πολιορκούσαν το Χαλεπών της Συρίας. “Η της αφίξεως
του βασιλέως φοβερά αγγελία βουτώ αιφνιδίως επισκήψαντος υπήρξε κεραυνός
διά τον Αιγύπτιον στρατηγό. Βουτώ δε εταράχθη εκ της τρομεράς από Βορρά
περιελθούσης αυτώ ειδήσεως αυτός ο πιστεύων ότι ωρών μόνον εσκέφθη
πλέον, να φύγη. Διότι κατέπληξεν αυτόν ο μέγας ούτος των Ρούμ
αυτοκράτωρ, όστις διασχίσας εν καλπασμώ ως εκ θαύματος μετά του στρατού
αυτού ολόκληρον την αυτοκρατορίαν του ευρίσκετο ήδη εν αποστάσει πορείας
ολίγων μόνο ωρών και δή, ότεεπίστευεν ότι διετέλει ων εν μέση
Βουλγαρία. Πιθανώς δέ εν τη καταπτοήσει επί τοις πρώτοις αγγέλμασι το
πλήθος του Ελληνικού στρατού εμεγαλύνθη υπερμέτρως. Αυθωρείλύσας την
πολιορκίαν της πόλεως, ης επί τοσούτους μήνας αντεποιείτο και δι’ην
τοσούτους είχε θυσιάσει στρατιώτας”. Η παρουσία και μόνον του Έλληνα
βασιλέα έτρεψε σε φυγή όλους τούς εχθρούς πού απειλούσαν τα
νοτιοανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Αφού όρισε διοικητή της
Αντιόχειας τον ΔαμιανόνΔαλασσηνόν, αντί του Μιχαήλ Βούρτζη, ο Βασίλειος
επανήλθε στήν πρωτεύουσα
Ο Σαμουήλ όμως επωφελήθηκε και άρχισε να
λεηλατεί την Μακεδονία. Κατέλαβε πάλι την Βέροια και πολιόρκησε την
συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη, όπου φόνευσε τον διοικητή τηςΓρηγόριο
Ταρωνίτη και αιχμαλώτισε τον γιό του.
Αργότερα (997) κατέβηκε πιό νότια, μέχρι την Πελοπόννησο,
προκαλώντας τρομερές καταστροφές και διαπράττοντας ανήκουστες
βιαιοπραγίες. Σοβαρή αντίσταση βρήκε μόνο στο Γαλαξίδι, όπου οι κάτοικοι
πολέμησαν Με μεγάλη ανδρεία και πρώτευσε κάποιος Γαλαξιδιώτης ονόματι
Χαραλάμπης. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
Η μάχη
του Σπερχειού είναι η μόνη σημαντική μάχη που πραγματοποιήθηκε στο
σημερινό ελληνικό έδαφος κατά τη διάρκεια των 330 χρόνων που διήρκεσε η
σύγκρουση των Ρωμαίων της Ελληνικής αυτοκρατορίας με τους Βούλγαρους..
Γύρω στα 1000μ.Χ το Ρωμέϊκο κράτος αδυνατούσε να προστατεύσει τις
απομακρυσμένες από την Κωνσταντινούπολη περιοχές της επικράτειας του. Οι
Βούλγαροι ξεχύθηκαν στην Ελληνική αυτοκρατορία καταστρέφοντας και
λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Ο Σαμουήλ κατάφορτος κατόπιν από
λάφυρα επέστρεφε στη γη όπου κατοικούσαν τα βουλγαρικά στίφη όταν το
997μ.Χ συναντήθηκε στην πεδιάδα του Σπερχειού, εκεί περίπου όπου περνά η
σύγχρονη γέφυρα που ενώνει την Λαμία με την Υπάτη με τις Ρωμαϊκές
δυνάμεις των Ελλήνων. Ο Σαμουήλ στρατοπέδευσε στην νότια πλευρά του
Σπερχειού από την πλευρά της Υπάτης, ενώ ο στρατηγός του Βασίλειου Β’
του Βουλγαροκτόνου, Νικηφόρος Ουρανός στρατοπέδευσε στην βόρεια όχθη του
ποταμού.
Οι Βούλγαροι κοιμήθηκαν ήσυχοι πιστεύοντας ότι το ποτάμι ήταν αδιάβατο.
Ο Νικηφόρος όμως με το στράτευμα του, κατά τη διάρκεια της νύχτας
κατάφερε να διαβεί τον ποταμό και να επιτεθεί στους ανύποπτους
Βουλγάρους που υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Σαμουήλ και ο
γιος του προσποιήθηκαν τους νεκρούς οπότε μέσω του σημερινούΑργυροχωρίου
και της Υπάτης ανέβηκαν στην Οίτη και από εκεί μέσω των Αιτωλικών
βουνών και της Πϊνδου φτάσανε στην Ήπειρο και από εκεί στην έδρα τους
την Αχρίδα. O Σαμουήλ γρήγορα κατάφερε να αναδιοργανώσει τον στρατό του
και να αρχίσει μία σειρά επιθέσεων σε διάφορα φρούρια και πόλεις της
δυτικής Βαλκανικής.
Το 998, κατέλαβε το Δυρράχιο και την Διόκλεια. Ο Βασίλειος
κατελάμβανε φρούρια και κλεισούρες στήν ανατολική Μακεδονία. Ο γιός του
Ταρωνίτη, Ασώτιος, εγλύτωσε την ζωή του, χάρις την αγάπη της κόρης του
Σαμουήλ, η οποία έπεισε τον πατέρα της να τούς παντρέψει. Πράγματι
παντρέυτηκαν και εγκαταστάθηκαν οι δύο νέοι στο Δυρράχιο (αρχαία
Επίδαμνος). Στήνπρώτη ευκαιρία δραπέτευσαν και έφτασαν στήν Βασιλεύουσα
όπου πληροφόρησαν τον Βασίλειο Για την πρόθεση του άρχοντα του
Δυρραχίου, Χρυσηλίου, να παραδώσει την πόλη στον αυτοκράτορα. Ο
Βασίλειος απέστειλε τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, ο οποίος παρέλαβε το μεγάλο
λιμάνι. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα Για τον Σαμουήλ, ο οποίος έβλεπε την
«αυτοκρατορία» του να κλονίζεται. Ομως ο Ελληνας αυτοκράτορας δεν
μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει όπως θά ήθελε, γιατί αναγκάστηκε το 999 να
εκστρατεύσει και πάλι στήν Συρία, όπου οι Αιγύπτιοι είχαν γίνει ξανά
απειλητικοί.
ΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Στήν Απάμεια
της Συρίας ο Δαμιανός Δαλασσηνός είχε σκοτωθεί μαζί με έξι χιλιάδες
στρατιώτες. Το θέαμα των νεκρών Ρωμιών κλόνισε τον Βασίλειο ο οποίος
διέταξε την ταφή τους και έκτισε εκκλησία για να τιμήσει την μνήμη τους.
Στίς 28 Οκτωβρίου 999, οι Έλληνες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την
Καισάρεια της Συρίας και αργότερα την Εμεσα και την Ηλιούπολη τις οποίες
και ισοπέδωσαν. Αφού απέτυχε ο Βασίλειος να καταλάβει την Τρίπολη ,
εγκατέλειψε την πολιορκία και την 1η Ιανουαρίου 1000, έφτασε
στήνΑντιόχεια όπου γιόρτασε την έλευση του νέου έτους. Αφού ενίσχυσε τις
βυζαντινές θέσεις, ο βασιλέας των Ελλήνων στράφηκε βόρεια προς την
Αρμενία και τη Γεωργία (Ιβηρία), οι οποίες πιεζόμενες από διάφορες
τουρκμενικές και σελτζουκικές φυλές ζήτησαν την βοήθεια του. Από τα
κράτη αυτά, ο Βασίλειος απέσπασε κάποια σημαντικά συνοριακά εδάφη, ο
ηγεμόνας της Ιβηρίας,Δαυΐδ παραχώρησε το βασίλειο του οικιοθελώς στον
Βασίλειο, ενώ ο αυτοκράτορας σύνηψε συμφωνία με τούς πρίγκηπες του Ανί
και του Βασπουραχάν πώς μετά τον θάνατο τους τα βασίλεια τους θα
περιέρχονταν στή Ρωμέϊκη εξουσία. Πράγματι, το Βασπουραχάν έγινε μέρος
της Ελληνικής επικράτειας το 1021, ενώ το Ανί ακολούθησε το 1045. Θά
παραμείνουν στή Ρωμέϊκη εξουσία μέχρι την καταστροφική μάχη του
Μαντζικέρτ (Μαναζκέρδης) το 1071, μετά την οποία θα περιέλθουν στα χέρια
των Σελτζούκων.
Επιστρέφοντας ο Βασίλειος από την πετυχημένη εκστρατεία του στην
Γεωργία και Αρμενία, σταμάτησε στήν Καππαδοκία, στο Θέμα του Χαρσιανού,
όπου τον υποδέχτηκε ο πολύ πλούσιος άρχοντας, ονόματι Ευστάθιος
Μαλεϊνός. Η τόσο πλούσια φιλοξενία και γεμάτη χλιδή περιποίηση του
Μαλεϊνού προβλημάτισε τον Βασιλέα, ο οποίος δεν είχε ξεχάσει τις
συμβουλές του γέροντα Σκληρού. Εξανάγκασε λοιπόν τον πλούσιο άρχοντα να
τον συνοδεύση στήν Βασιλεύουσα όπου παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος της
ζωής του.
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΞΑΝΑ Ο
διακανονισμός των ζητημάτων πού αφορούσαν την Αρμενία, την Γεωργία και
την Συρία, γύρω στα 1000, επέτρεψε στον αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης να
στρέψει απερίσπαστος την προσοχή του στην αντιμετώπιση του Σαμουήλ.
Με μεθοδικές κινήσεις, και με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ξεκίνησε μία
εκστρατεία που διήρκεσε 14 ολόκληρα χρόνια, χειμώνα και καλοκαίρι, μην
δίνοντας στον αντίπαλο την ευκαιρία να αναπνεύσει ούτε στιγμή,
περικυκλώνοντας τον και χτυπώντας τον στα αδύνατα σημεία του, μέχρι την
ολοκληρωτική συντριβή του και την τελική του παράδοση.
Τον Μάρτιο του 1001 Με τον Πρωτοσπαθάριο Νικηφόρο Ξιφία και τον
Πατρίκιο Θεοδωροκάνο,στράφηκε στίς δυτικές επαρχίες του βουλγαρικού
εδάφους και κατέλαβε την Πρεθσλαύα.
Στρεφόμενος νότια, κατέλαβε την Βέροια, την Καστοριά και τα Σέρβια.
Τα Σέρβια ήταν πανίσχυρο κάστρο και την άμυνα είχε αναλάβει ο προδότης
Νικολιτζάς, ο οποίος ήταν πιστός στον Σαμουήλ και τον είχε βοηθήσει να
καταλάβει την Λάρισα. Υστερα από εικοσαήμερη πολιορκία, έπεσαν τα
Σέρβια, και Βασίλειος χάρισε την ζωή του προδότη.
Ο Νικολιτζάς έμελλε όμως να δραπετεύσει και να τρέξει να
επανασυνδεθεί με τον στρατό του Σαμουήλ. Η Θεσσαλία όμως, είχε
απαλλαχτεί από τον βουλγαρικό κίνδυνο και ο Ελληνικός στρατός φαινόταν
ότι είχε ξεπεράσει σε αξία και ισχύ τον Βουλγαρικό.
Τα Βοδενά, η σημερινή Έδεσσα, περιήλθε ξανά στούς Έλληνες, ύστερα
από πολιορκία πού κράτησε πολλές εβδομάδες, στο έτος 1002. Η ιαχή
“Βασίλειε σύ νικάς”, αντηχούσε πλέον σε ολόκληρη την Μακεδονία.
Αφού κατέλυσε τον χειμώνα στην Θεσσαλονίκη, τον Μάϊο κατέλαβε το
Δορύστολο ή Σιλιστρίακαι ύστερα από πολυήμερη πολιορκία το Βιδύνιο, στον
Δούναβη ποταμό. Ο Σαμουήλ όμως ήταν άξιος και πείσμωνας αντίπαλος. Σε
μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, την ημέρα τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου,
στις 15 Αυγούστου επιτέθηκε στην Αδριανού Πόλη, την λεηλάτησε και
αιχμαλώτισε το σύνολο του πληθυσμού της..
Ο Βασίλειος αναγκάστηκε να κινηθεί νότια. Το 1004 συναντώνται οι
δύο στρατοί έξω από τουςΣκούμπους, στις δύο όχθες του ποταμού Αξιού.
Επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό του Σπερχειού ποταμού. Οι Βούλγαροι πιο
ανοργάνωτοι, θεώρησαν τούς εαυτούς τους ασφαλείς λόγω του πλημμυρισμένου
ποταμού. Ο Βασίλειος όμως είχε δώσει εντολή να βρεθεί πόρος διαβατός.
,ένας στρατιώτης ονόματι Αλέξιος κατόρθωσε να βρει πέρασμα, και κατά την
διάρκεια της νύκτας, ο Ελληνικός στρατός πέρασε κρυφά το πλημμυρισμένο
ποτάμι, και έπεσε ως κεραυνός στο εχθρικό στρατόπεδο.
Οι Βούλγαροι υπέστησαν δεινή ήττα, και υποχώρησαν. Ήταν η σειρά του
Έλληνα Βασιλιά να μπείστή σκηνή του Σαμουήλ και να καθίσει στον θρόνο
του, μετά την ήττα του 986. Το μόνο πού τον στεναχώρησε ήταν ο θάνατος
του παλικαριού πού είχε ψάξει και είχε βρει το πέρασμα. ΟιΣκούμποι η
πρωτεύουσα της αρχαίας Δαρδανίας, παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση.
Κάθε χρόνο ο Βασίλειος επανερχόταν στην Μακεδονία πιέζοντας αφόρητα
τον Σαμουήλ, έχοντας ως σκοπό του την τελειωτική νίκη. Η μάχη που
σημάδεψε την αρχή του τέλους έγινε στις 29 Ιουλίου του 1014, στα στενά
του Κλειδίου (αναφερώμασται παρακάτω λεπτομερέστερα),μεταξύ των Σερρών
και του Μελενίκου. Ο Σαμουήλ είχε καταλάβει τα στενά εμποδίζοντας την
διάβαση των ρωμιών, χρησιμοποιώντας ολόκληρο τον όγκο των στρατευμάτων
του στήν επιχείρηση αυτή. Η πρώτη μέρα της μάχης ήταν νικηφόρα για τα
εχθρικά στρατεύματα. Ο Νικηφόρος Ξιφίας όμως, ένας ακόμη ικανότατος
στρατηγός του αυτοκράτορα, κατά την διάρκεια της νύκτας, βρήκε κάποιο
πέρασμα και βρέθηκε αναπάντεχα στίς πλάτες του Σαμουήλ. Η καταστροφή του
βουλγαρικού στρατού ήταν ολοκληρωτική. Ο τσάρος των βουλγάρων διέφυγε
με άτακτη υποχώρηση, αλλά ο μεγαλύτερος όγκος των βουλγάρων στρατιωτών
συνελήφθη αιχμάλωτος. Θέλοντας να τελειώσειμιά για πάντα με τούς εχθρούς
του, ο Βασίλειος έδωσε τότε μία τρομερή και για τα σημερινά δεδομένα
απάνθρωπη διαταγή. Αποφάσισε να τυφλωθούν και οι 15.000 αιχμάλωτοι,
αφήνοντας σε κάθε εκατοντάδα ένα μονόφθαλμο, ο οποίος θά οδηγούσε στον
Σαμουήλ τούς τυφλούς του στρατιώτες.
Στήν Πρίλαπο, όπου είχε καταφύγει ο Σαμουήλ, αντίκρισε το τρομερό
θέαμα των τυφλών στρατιωτών του και σύμφωνα με τούς Κεδρηνό και
Σκυλίτζη, μετά από δύο μέρες ο τσάρος των βουλγάρων πέθανε από την λύπη
του.
Ο Ελληνας βασιλιάς δικαιώθηκε Με την ενέργειά του αυτή και
απαλλάχτηκε από τον άνθρωπο πού είχε απειλήσει την ακεραιότητα του
κράτους του. Πολλοί κατακρίνουν την ενέργεια του αυτοκράτορα.
Δεν
πρέπει όμως να λησμονούμε ότι οι Βούλγαροι πλησίασαν να καταστρέψουν
ολοσχερώς τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό και έπρεπε αυτή η απειλή να εκλείψει
διά παντός. Εάν οι Παλαιολόγοι είχαν αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο
τούς Οθωμανούς, σίγουρα η κατάσταση της χώρας μας θα ήταν διαφορετική
σήμερα.
Τ
Ο ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ Οι
Βούλγαροι όμως συνέχισαν πεισματικά τον πόλεμο. Λίγο μετά την μάχη του
Κλειδίου αποδεκάτισαν, στην κοιλάδα της Στρουμνίτζας, απόσπασμα του
ελληνικού στρατού μαζί με τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη.
Τον Σαμουήλ διαδέχθηκε ο γιός του Γαβριήλ, ο οποίος προσπάθησε να
συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα, αλλά δολοφονήθηκε από τον εξάδελφο
του Βλαδισλάβο, το 1016. Ο τελευταίος άρχισε ειρηνευτικές συνομιλίες, με
κύριο στόχο του να αναδιοργανώσει τα κατάλοιπα του βουλγαρικού στρατού.
Όμως ο ακαταπόνητος Βασίλειος δεν πίστεψε τις ψεύτικες υποσχέσεις του
Βλαδισλάβου και συνέχισε να κατακτά την μία πόλη μετά την άλλη.
Κατέκτησε τα Βιτώλια(Μοναστήριον), το Πρίλαπο, το Στυπείον, το Μελενίκο
τα Μογλενά και τα Βοδενά (Εδεσσα) πού είχαν ξανά καταλάβει οι Βούλγαροι.
Κατά την διάρκεια άλλης εκστρατείας ο Ιβάτζης παγίδευσε απόσπασμα
του αυτοκρατορικού στρατού και το κατέσφαξε μαζί Με τούς αρχηγούς του
Γεώργιο Γονιτζιάτη και Ορέστη. Το 1017 οι μάχες συνεχίζονται
ακατάπαυστα.
Για να καταλάβουμε τον χαρακτήρα του Βουλγαροκτόνου, παραθέτουμε το παρακάτω περιστατικό πού περιγράφει ο Σκυλίτζης:
Σε μία ενέδρα του Βλαδισλάβου, παγιδεύεται η
εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο
Διογένη. Ο Βασίλειος πού ακολουθούσε, και ο οποίος ήταν γύρω στα εξήντα,
πήδηξε στο άλογό του, ανεφώνησε “Οστις πολεμιστής, ακολουθείτω μοι”,
και χωρίς να κοιτάξει πίσω του, κάλπασε προς τα εμπρός. Ο Διογένης
διεσώθηκε, οι Βούλγαροι διασκορπίστηκαν και όλες οι αποσκευές του
Βούλγαρου τσάρου περιήλθαν στά χέρια του αυτοκρατορικού στρατεύματος. Ο
Βλαδισλάβος σκοτώθηκε πολιορκώντας το Δυρράχιο το 1018 του οποίου την
άμυνα είχε αναλάβει ο Νικήτας ο Πηγωνίτης. Αμέσως μετά ο Βασίλειος μπήκε
θριαμβευτικά στήν Αχρίδα, Με την κατάκτηση της οποίας τελείωσε ο
πόλεμος πού είχε αρχίσει το 986 και διήρκεσε 32 ολόκληρα χρόνια. Τα
κάστρα παραδίδονταν στον βασιλιά, το ένα μετά το άλλο. Ο μόνος πού
συνέχιζε πεισματικά να μάχεται ήταν ο Ιβάτζης. Και πάλι ο Σκυλίτζης μας
αναφέρει αναλυτικά την περιπετειώδη σύλληψη του βογιάρου.
Ο Ιβάτζης
ήταν οχυρωμένος στο απάτητο κάστρο του Βροχωτού, όταν μόνος Με δύο
συντρόφους, ο Κατεπάνω Ευστάθιος Δαφνομήλης κατέφθασε, προφασιζόμενος να
μιλήσει με τονΙβάτζη. Οι Βούλγαροι όταν είδαν τον Ελληνα στρατηγό μόνο
του, φυσικά δεν ανησύχησαν και τον δεχτήκαν περίεργοι για τούς σκοπούς
της επισκέψεως του. Μετά από το δείπνο, ο Δαφνομήλης εζήτησε κατ’ιδίαν
συνδιάλεξη προς τον Ιβάτζην.
Αφού απομακρύνθηκαν σε γειτονικό άλσος,
ο πελώριος Έλληνας στρατηγός, τον ακινητοποίησε και με την βοήθεια των
συντρόφων του πού ήταν κρυμμένοι, τον τύφλωσαν..
Φέροντας σε άθλια
κατάσταση μπροστά από τούς Βούλγαρους στρατιώτες τον αρχηγό τους, Με
βροντερή φωνή τούς έπεισε ότι κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη, γιατί σε λίγο
κατέφθανε ο αυτοκράτορας.
Αυτό ήταν το τέλος και της τελευταίας εστίας αντίστασης των Βουλγάρων. ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Βασίλειος μετά την πλήρη κυριαρχία του στην Μακεδονία, περιόδευσε
στις νότιες επαρχίες, όπου τα πλήθη συνέρρεαν να τον συναντήσουν και να
τον επευφημήσουν. Επισκέφθηκε τις Θερμοπύλες πού είχαν γραφτεί σελίδες
αντάξιας δόξας από τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα, πέρασε από την Θήβα πού ήταν
το κέντρο της παραγωγής μεταξιού όλης της αυτοκρατορίας, με πολυάριθμες
βιοτεχνίες και εξαγωγές προς την Δύση.
Στο τέλος δε έφτασε στήν πατρίδα των μαχητών του Μαραθώνος και της
Σαλαμίνας, την πόλη της Παλλάδος Αθηνάς. Εκεί, ανέβηκε στον Παρθενώνα,
πού είχε στο εσωτερικό του κτισμένο ναό προς τιμήν της Θεοτόκου.
Παραθέτουμε αφήγηση του ερευνητού Γάλλου Σλουμβερζέ:
“Ενώ δέ χρόνω ο σεπτός νικητής των Βουλγάρων γονυκλινής
ηυχαρίστει την Παναγίαν την Αθηνιώτισσαν, οι θεοί και οι ήρωες του
Φειδίου εν τη μεγαλοπρεπεί αυτών πομπή εθεώντο τον γηραιόν αυτοκράτορα
άνωθεν από των σεπτών ζωφόρων. Διότι οι των θαυμασίων συληταί Τούρκοι,
Ενετοί και Αγγλοι δεν είχον παρέλθει επί τον ιερόν βράχον.”
Αξίζει να αναφέρουμε μία λεπτομέρεια. Ο ενετός Μοροζίνι το 1688,
έκλεψε από τον Πειραιά ένα κολοσσιαίο αρχαίο άγαλμα που παρίστανε
Λεοντάρι. Εξού και οι Βενετοί ονόμαζαν το λιμάνι Πόρτο Λεόνε.
Τα λιοντάρια όπως γνωρίζουμε έμελλε να αποτελέσουν σύμβολο της
Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Στο άγαλμα αυτό ήταν χαραγμένες
επιγραφές άγνωστης γλώσσας. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η γλώσσα ήταν
σκανδιναβική και οι επιγραφές ήταν χαραγμένες από τούς μισθοφόρους Ρώς
του Αυτοκράτορα, ο οποίος το 1018 επέστρεψε ναυτοπλοικώς στήνΘεοφύλακτη
Κωνσταντινούπολη και φυσικά για κάποιες ώρες είχε καταλύσει και στο
μεγάλο λιμάνι του Πειραιά.
Πόσα και πόσα δεν εκλάπησαν από την
δύσμοιρη πατρίδα μας από τούς αναρίθμητους εισβολείς, κατά την διάρκεια
των αιώνων! Ο Βασίλειος τουλάχιστον για κάποιο διάστημα είχε αποτρέψει
την κλοπή έργων των προγόνων του. Η αίγλη της Ρωμιοσύνης τότε ήταν από
τα υψηλότερα σημεία. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΥΣΗ
Ο Βασίλειος δεν
παρέλειψε να ασχοληθεί και με τις υποθέσεις πού αφορούσαν τις δυτικές
επαρχίες του κράτους. Προσπάθησε να δημιουργήσει διπλωματικές σχέσεις με
την Γερμανική αυτοκρατορία η οποία διεκδικούσε με αξιώσεις την Κάτω
Ιταλία, παραχωρώντας την αδελφή του Θεοφανώ, ως σύζυγο του Οθωνα Β’.
Παραθέτουμε κρίσεις του Schlumberger Για την επίδραση της Ελληνίδος πργκίπισσας στο Γερμανικό κράτος:
“… μεγάλη υπήρξεν η ροπή, ήν ήσκησεν επί του γερμανικού
λαού η Ελληνίς αύτη ηγεμονίς, η εγγονή του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου
…. ου μόνον η Σικελία και η Ιταλία, αλλά και η Γερμανία απέβη κατά τούς
χρόνους τούτους υποτελής εις τούςκαλλιτέχνας της Κωνσταντινουπόλεως. Τα
μνημεία περί της επιδράσεως, ην ήσκησαν εν Γερμανία οι αντιπρόσωποι της
βυζαντιακής τέχνης, εναργεστάτας περί τούτου παρέχουσιναποδείξεις ….. Οι
Ελληνες δικάιως υπερηφανεύονται επί τω ότι έδωκαν τω γερμανικώ
λαώηγεμονίδα τοσούτον λαμπραίς περικοσμουμένην βασιλικαίς αρεταίς……”.
Η Θεοφανώ ανάθρεψε τον γιό της Οθωνα Γ’ με ελληνική παιδεία
ορίζοντας ως παιδαγωγό τον ιερέα ΙωάννηΦιλάγαθο από το Ρωσσανό της
Καλαβρίας. Ο Βασίλειος προσπάθησε επίσης να τοποθετήσει στον παπικό
θρόνο τον πιο πάνω ιερέα, αλλά απέτυχε.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΛΑΔΑ Φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε
την Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή την Κάτω Ιταλία, η οποία κατά τούς χρόνους του
Βασίλειου Β’ σημείωσε μέγιστη ακμή.
Το κείμενο του ιστορικού
Λένορμαν πού παρατίθεται παρακάτω επιβεβαιώνει την ελληνικότητα της
Καλαβρίας, η οποία αποτελούταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς Με
πλήθος ελληνορθόδοξων ρωμέικων εκκλησιών και μοναστηριών.
Ο μέγας ιεράρχης Αγιος Νείλος ήταν εξέχουσα πνευματική
προσωπικότητα της εποχής, και κάθε μέρα αφιέρωνε τρεις ώρες στην
αντιγραφή κειμένων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των Πατέρων της
Εκκλησίας. Με την βοήθεια του Γρηγορίου Τραχανιώτη, του βασιλικού
πρωτοσπαθάριου και κατεπάνω της Ιταλίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η
Βάρη, μπόρεσε να εδραιώσει την ελληνική εξουσία στην περιοχή αυτή,
απωθώντας τους Άραβες επιδρομείς από την Σικελία και τούς Λομβαρδούς από
το βορρά.
Δυστυχώς και αυτή η ελληνική περιοχή έμελλε να χαθεί για πάντα,
μετά τις επιδρομές των Νορμανδών, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε παρά την
προσπάθεια του Βατικανού, διασώζονται ακόμα και σήμερα Ελληνικά ήθη,
θρησκεία και γλώσσα. Ανεξάντλητος, αν και σε προχωρημένη ηλικία πλέον, ο
Βασίλειος σχεδίαζε να επιτεθεί κατά της Σικελίας Για να την επαναφέρει
στην Ρωμαϊκή επικράτεια, αμέσως μόλις τελείωσε με την βουλγαρική απειλή.
Όμως ο θάνατος τον πρόλαβε στις 15 Δεκεμβρίου του 1025. Ο μεγάλος
στρατηλάτης αυτοκράτορας τάφηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες του στη μονή
της Θεοτόκου, στο προάστιο Έβδομον, κοντά στα τείχη για να παρακολουθεί
τούς στρατιώτες του όταν αναχωρούν για τις εκστρατείες τους. ΤΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΝ
Όπως έχουμε αναφέρει, στο εσωτερικό μέτωπο ο κυριότερος στόχος του
Βασιλείου ήταν η μεγάλοι γαιοκτήμονες της Μικράς Ασίας και οι
παντοδύναμοι αριστοκράτες. Γι’αυτό εξέδωσε μία σειρά από διατάγματα με
τα οποία επιχειρούσε να πλήξει αυτά τα αρπακτικά.
Έτσι, το 996, με
ένα διάταγμα του το Αλληλέγγυον, απαιτούσε την επιστροφή των εδαφών που
είχαν αφαιρεθεί, με διάφορες μεθόδους, από το 922 και μετά στους
προηγούμενους κατόχους τους, που συνήθως ήταν μικροϊδιοκτήτες.
Επαναφέροντας σε ισχύ ένα παλιό νόμο του ΝικηφόρουΑ΄, καθόριζε πώς η
πληρωμή του φόρου Αλληλέγγυον, θά γινόταν από τον πλησιέστερο πλούσιο
κάτοχο γης, όταν κάποιος μικροϊδιοκτήτης αδυνατούσε να τον πληρώσει.
Έτσι, πολλοί μεγαλο γαιοκτήμονες βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς γη, η οποία
κατέσχετο ή διαμοιραζόταν σε ακτήμονες γεωργούς. Το αυτοκρατορικό
θησαυροφυλάκιο γέμισε από τις πωλήσεις της κατασχόμενης γης και από τούς
φόρους και οι φτωχοί καλλιεργητές ανακουφίστηκαν. Η δυσαρέσκεια της
τάξης των πλουσίων θα εκδηλωθεί ανοιχτά μετά τον θάνατο του
Βουλγαροκτόνου και η πορεία προς τον φεουδαλισμό και την συγκέντρωση και
πάλι μεγάλων εκτάσεων γης σε λίγα χέρια θα καταστεί ανεξέλεγκτη από την
κεντρική εξουσία με αποτέλεσμα οι φτωχοί αγρότες πού αποτελούσαν τή
ραχοκοκαλιά του βυζαντινού στρατού να εξαθλιωθούν και η Μικρά Ασία να
πέσει λίγα χρόνια αργότερα στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων.
Ο Βασίλειος έκανε το ίδιο λάθος πού έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος. ,δεν διάλεξε ικανό διάδοχο πού θα συνέχιζε το έργο του.
Αυτό το λάθος είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα
του λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του από την ανικανότητα του διαδόχου και
αδελφού του Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων ανίκανων βασιλιάδων, πού σε
λίγα χρόνια θα φέρουν το Βυζάντιο στο χείλος της καταστροφής, μέχρι την
σωτήρια έλευση του Αλέξιου Κομνηνού.
Τελειώνοντας την μικρή αναφορά στον μέγιστο της Ρωμιοσύνης με την κρίση των Ψελλού και Ζωναρά.
“ο ηγεμών ούτος αφ’ου και τούς βαρβάρους γείτονας
κατέβαλε την δέ αριστοκρατίακαθαιρέσας ισότιμον πρός τάς άλλας
κοινωνικάς τάξεις κατέστησε και εν πολλή γνώμης ελευθερίας κυβερνών το
κράτος ετύγχανεν….. δαπανούσε μόνον τα αναγκαία εκ του δημοσίου ταμείου,
αεί δέπροσθέτων εις αυτό έξωθεν, ώστε διά είκοσι μυριάδων ταλάντων
χρυσού επλήρωσε τα ταμεία των ανακτόρων……. αλλ’ ουδενός απήλαυε δίοτι
διατελούσε εν εκστρατεία τον πλείστον της αρχής αυτούχρόνον….”.
“Δεν μετεχειρίζετο τούς πολυτίμους λίθους, πλήν
ολίγων κοσμούντων την πορφύραν, ίναδιακρίνηται, ότε εις τάς θρησκευτικάς
τελετάς παρίστατο ή πρέσβεις εδέχετο, οι δέ άλλοι πολύτιμοι λίθοι ησαν
εις τα ταμεία αποτεθειμένοι….”.
Ο Βασίλειος Β’ έχοντας από το 1001 εκπονήσει ένα σύνθετο επιτελικό
πρόγραμμα αντεπίθεσης έναντι της βουλγαρικής απειλής, άνοιξε τρία μέτωπα
επίθεσης. Με απώτερο σκοπό τον εγκλωβισμό και τη φυσική εξόντωση του
Σαμουήλ, εισέβαλε στην περιοχή της Σερδικής (Σόφιας), στη Μακεδονία και
τη Θεσσαλία καταλαμβάνοντας τις πόλεις-οχυρά (Βέροια, Βοδενά) και
κατευθυνόμενος προς βορρά.
Το καλοκαίρι του 1014, παρά την ισχυρή
αντίσταση των Βουλγάρων στα ορεινά δύσβατα περάσματα του Κλειδίου (κοντά
στην πεδιάδα του Στρυμόνα), οι βυζαντινές δυνάμεις υπό το στρατηγό
Νικηφόρο Ξιφία χάρη σε άρτια οργανωμένο στρατιωτικό χειρισμό εγκλώβισαν
όλες σχεδόν τις δυνάμεις του Σαμουήλ που βρίσκονταν στον Πρίλαπο. Η μάχη
υπήρξε πολύνεκρη και καθοριστική για τούς βούλγαρους . Στις 14.000 των
Βούλγαρων αιχμαλώτων επιβλήθηκε η ποινή της τύφλωσης, ποινή που
προβλεπόταν για όσους υπηκόους της βυζαντινής αυτοκρατορίας συμμετείχαν
σε εξεγέρσεις εναντίον της αυτοκρατορικής αρχής (ο Σαμουήλ ήταν γιος
βυζαντινού αξιωματούχου που στασίασε και διεκδίκησε το θρόνο) και όχι σε
“Κουραβάρες” (μη Βυζαντινούς) επιδρομείς.
Οι χιλιάδες τυφλωμένοι
Βούλγαροι περιπλανήθηκαν και διασκορπίστηκαν στον Αίμο, προκαλώντας
άμεσα το θάνατο του Σαμουήλ και έμμεσα την επιβολή της ελληνικής ισχύος
στους Βούλγαρους, που μετά την πτώση του Δυρραχίου (1018) μετατράπηκε σε
“θέμα Βουλγαρίας”.
Τρεις χειμώνες
προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Εχοντας ως βάση και κέντρο
ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του
1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του
στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως
εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και
ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό
ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του
Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές
βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις
Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου