Ομιλία για τον εορτασμό των 100 χρόνων της ΟΛΜΕ.
Ευχαριστώ το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ που μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχω, ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής, στον εορτασμό των 100 χρόνων από την ίδρυσή της.
Η ιστορία της ΟΛΜΕ δεν μπορεί να ειδωθεί από τις γενικότερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μέσα στις διαδραματίσεις. Όσον αφορά τη μεταπολεμική περίοδο, είναι εφικτό να διαμορφώσουμε την πιο καθαρή εικόνα αφού τόσο οι προσωπικές εμπειρίες όσο και τα επίσημα στοιχεία μας καθοδηγούν.
Θεωρώντας ως σημείο εκκίνησης την λήξη του εμφυλίου η εικόνα της οικονομίας, όπως η καταγραφή των στοιχείων για τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της ΑΕΠ των διαφόρων τομέων, 20% ο Πρωτογενής Τομέας, 20% ο Δευτερογενής Τομέας( μεταποίηση 10%, κατασκευές3%), 60% ο Τριτογενής Τομέας, 60% ο Τριτογενής Τομέας. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν είναι ικανά να παρουσιάσουν την πραγματικότητα αν δεν συμπληρωθούν με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Τα στοιχεία για τη συμμετοχή κάθε τομέα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είναι όμως παραπλανητικά όσον αφορά τα ποσοστά του πληθυσμού που απασχολεί κάθε τομέα. Για όσους δεν έζησαν εκείνα τα χρόνια το 20% του Πρωτογενούς Τομέα μπορεί να φανεί μεγάλο, συγκρινόμενο με τα σημερινά διεθνή και εθνικά δεδομένα, αν δεν αναφέρεται ότι τότε ο Πρωτογενής Τομέας απασχολούσε και συντηρούσε ένα ποσοστό που ξεπερνούσε το 60% του συνολικού πληθυσμού. Μικρές ιδιοκτησίες, ανύπαρκτα ή και απαρχαιωμένα μέσα, ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων απασχόλησης οδηγούσαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα επίπεδα της οριακής επιβίωσης. Σε αυτές τις συνθήκες η μετανάστευση αποτελούσε διέξοδο επιβίωσης και η εκπαίδευση διεξήχθη εσωτερικής μετανάστευσης και κοινωνικής ανέλιξης. Η αποφοίτηση από το Λύκειο, ακόμα περισσότερο η απόκτηση πτυχίου, ήταν ένα ασφαλές διαβατήριο για μια νέα πιο άνετη ζωή. Όσοι μιλούν για το παλιό καλό σχολείο είτε έχουν πολύ ασθενή μνήμη είτε είναι πολύ νέοι για να γνωρίζουν. Καμία σχέση δεν είχαν τα σχολεία που συνόδευαν τα πρώτα 50 χρόνια λειτουργίας της ΟΛΜΕ με άλλα αφηγήματα τα συνδέουν με τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης που προσέφερε η απόκτηση κάποιου τίτλου τότε. Δεν ήταν η ποιότητα των τίτλων αλλά η δομή και οι ανάγκες της οικονομίας που άνοιγαν νέους ορίζοντες. Ο μετασχηματισμός της οικονομίας δημιουργούσε τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης.
Μέχρι το 1973 συνεχιζόταν η ορθολογική ανάπτυξη της οικονομίας με την ενίσχυση του Δευτερογενούς τομέα σε βάρος τόσο του πρωτογενούς όσο και του τριτογενούς τομέα. Συγκεκριμένα ο Δευτερογενής Τομέας είχε ανέβει από το 20 στο 30%, ο Πρωτογενής είχε περιοριστεί στο 15% και ο τριτογενής στο 55%. Θα πρέπει να τονιστεί ότι και πάλι τα ποσοστά είναι παραπλανητικά, όσον αφορά την απασχόληση, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα. Η πιο σημαντική διαφορά έχει σημειωθεί στη μείωση των ποσοστών απασχόλησης στον Πρωτογενή τομέα λόγω της ραγδαίας αστικοποίησης του πληθυσμού μετά τον πόλεμο. Η άνοδος του Δευτερογενούς τομέα οφείλεται στη μεταποίηση-εκβιομηχάνιση που από το 10% το 1948 ανέβηκε στο 18% το 1973 αλλά και στον τομέα των κατασκευών (από το 3% στο 9%) που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του αστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ο σεβασμός που απολάμβανε το σχολείο τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, αλλά και τις πρώτες δεκαετίες μετά από αυτόν, οφειλόταν κυρίως στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε και λιγότερο στο πραγματικό του επίπεδο. Τα μονοθέσια, τα διθέσια, τα τριθέσια σχολεία που ήταν ο κανόνας της περιφέρειας με τις κακές υποδομές, τα στοιχειώδη εκπαιδευτικά προγράμματα και τα υποτυπώδη μέσα δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν ουσιαστική μόρφωση στα παιδιά. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί ήταν δημιουργήματα του ίδιου μορφωτικού και παιδαγωγικού ανεπαρκούς μηχανισμού κουβαλώντας και μεταδίδοντας τις ίδιες αδυναμίες. Οι συνθήκες αυτές, μπορεί να είναι πιο έντονες στην επαρχία, αλλά δεν διέφεραν ουσιαστικά ούτε στις αστικές περιοχές. Αυτό που διέφερε στις αστικές περιοχές ήταν οι συνθήκες διαβίωσης των μαθητών. Εδώ δεν υπήρχε το λυχνάρι και η λάμπα πετρελαίου αλλά το ηλεκτρικό, εδώ ο ελεύθερος χρόνος μπορούσε να αφιερωθεί και στη μελέτη και όχι στη συμμετοχή στη λειτουργία της οικογενειακής οικονομίας, εδώ υπήρχε και ένα άλλο βιβλίο, πέρα από το αναγνωστικό του σχολείου, για να διαβάσεις.
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης, στο βιβλίο του «Ιστορικοί κύκλοι της Ελληνικής Οικονομίας από το 1821 έως σήμερα», σημειώνει: « Στην ουσία η πορεία της εκβιομηχάνισης σταμάτησε μετά το 1974 και αντιστράφηκε μετά το 1981 ». Έτσι το 1999 ο Δευτερογενής Τομέας είχε περιοριστεί πάλι στο 20% ενώ το 2019 μειώθηκε μόλις στο 15%! Παράλληλα ο Πρωτογενής περιορίστηκε στο 5% ενώ ο Τριτογενής εκτινάχθηκε στο 80% της ΑΕΠ!
Είναι μάλιστα σημαντικό να επισημάνουμε ότι πλέον η απασχόληση στον Τριτογενή Τομέα δεν υπολειπόταν, τουλάχιστον σημαντικά, του ποσοστού συμμετοχής του στο ΑΕΠ. Η διόγκωση μιας ασύντακτης μεταπρατικής οικονομίας, η αχαλίνωτη διαφθορά και η αδέσποτη παραοικονομία, η πολιτική αβελτηρία και η ουσιαστική αδυναμία των θεσμών ανέκοψαν την υγιή αστική μετάβαση καταστρέφοντας τις όποιες προοπτικές προσέφερε η εκπαίδευση ως μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης. Ακόμα και η δομή της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών και του εμπορίου ήταν απογοητευτική αφού το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε θέσεις εργασίας μειωμένων εφοδίων και προσόντων ενώ ακόμα και εκεί που απαιτούνταν ιδιαίτερα αυξημένα προσόντα με πτυχία και μεταπτυχιακά οι αμοιβές ήταν και είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτικές. Διδακτορικά από τα καλύτερα και τα ακριβότερα πανεπιστήμια του κόσμου στην Ελληνική αγορά δύσκολα αμείβονται με μισθούς που ξεπερνούν τα 1500 ευρώ. Πτυχιούχοι ελεύθεροι επαγγελματίες που μέχρι και την δεκαετία του ’70 ήταν περιζήτητοι και δυσεύρετοι, (μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι), σήμερα δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Ο ”Αρκάς” με μια, παλαιότερη, γελοιογραφία του παρουσιάζει το πρόβλημα ανάγλυφα. Ρωτά ο πελάτης της καφετέριας τον σερβιτόρο: «Τι είπαμε ότι έχεις σπουδάσει;” και αυτός του απαντά, ”Αρχιτεκτονική, με μάστερ στον αστικό σχεδιασμό και ντοκτορά στην πολεοδομία…» και συνεχίζοντας, ο σερβιτόρος αρχιτέκτονας με τα διδακτορικά, ρωτά τον πελάτη «Θέλετε κανέλα στον καπουτσίνο;»… Και να μην αναφερθώ στο δικό μας πεδίο και στις προοπτικές και τις συνθήκες απασχόλησης και αμοιβών όσων παγιδεύονται εδώ και χρόνια σε σπουδές με σχεδόν ανύπαρκτη πλέον προοπτική απασχόλησης στην εκπαίδευση.
Οι εξελίξεις αυτές όσον αφορά τις προοπτικές απασχόλησης και οι γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές εξελίξεις τα νέα κοινωνικά πρότυπα και η παγίδευση σε έναν αδιέξοδο καταναλωτισμό απαξίωσαν το σχολείο. Εδώ και δεκαετίες η κοινωνία και το σχολείο και γενικότερα η εκπαίδευση πορεύονται σε «πορείες ασύμπτωτες». Αυτό είναι το τεράστιο πρόβλημα σήμερα. Η κοινωνία και το σχολείο πορεύονται σε ασύμπτωτες πορείες(βλ., Σχολείο και κοινωνία σε πορείες ασύμπτωτες).
Οι διάφοροι διαγωνισμοί ΠΙΖΑ και τα «αλαλάζοντα κύμβαλα» που αγορεύουν για θέματα την ουσία των οποίων δεν γνωρίζουν αποπροσανατολίζουν τους πολίτες. Όταν η υποτίθεται, σοβαρή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ γράφει(12/12/2023) στο κύριο άρθρο ότι ”Το χάσμα που χωρίζει τις επιδόσεις των μαθητών στα δημόσια από εκείνες των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία πιστοποιεί ότι η εκπαίδευση έχει σταματήσει να λειτουργεί ως ιμάντας κοινωνικής ανέλιξης και μάλλον αναπαράγει τις ανισότητες, καθώς λειτουργεί με δύο ”ταχύτητες”. Παρά τα όποια βήματα αναβάθμισης των τελευταίων χρόνων, η απόσταση που μένει να καλυφθεί είναι μεγάλη.” αγορεύει, ως μη όφειλε, για πράγματα που δεν γνωρίζει. Το «σχολείο», το κάθε σχολείο, αποτελείται από υποδομές, μέσα, προγράμματα, λειτουργούς και μαθητές. Ο καθοριστικός παράγοντας σε κάθε σχολείο είναι οι μαθητές και η κοινωνική τους προέλευση. Αυτοί καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την μέση, να το τονίσουμε, την μέση επίδοση του κάθε σχολείου. Το μορφωτικό επίπεδο και η οικονομική επιφάνεια του κοινωνικού περιβάλλοντος δεν επηρεάζει απλώς αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιδόσεις του μέσου μαθητή. Είναι αυτός ο λόγος που τα αποτελέσματα ενός σχολείου του Περάματος ή της Δραπετσώνας είναι διαφορετικά από αυτό ενός σχολείου της Κηφισιάς ή της Εκάλης.
Αν η εκπαίδευση λειτούργησε σαν ιμάντας κοινωνικής ανέλιξης τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο όφειλε επίσης να αποτελέσει την ατμομηχανή της μετάλλαξης της οικονομίας. Η εκβιομηχάνιση της χώρας που ανακόπηκε το 1974 και αντιστράφηκε μετά το 1981 ήταν μονόδρομος για να μην καταντήσουμε «τα γκαρσόνια της Ευρώπης» σύμφωνα με ένα σύνθημα της δεκαετίας του ’70. Αυτό προϋπέθετε εκπαιδευτικό σύστημα που θα εστίαζε στην ποιότητα και την ουσία. Και αυτό με την σειρά του προϋπέθετε απεγκλωβισμό της σκέψης και των πρακτικών από επαναστατικές αυταπάτες, ρομαντικές ουτοπίες και καιροσκοπικούς λαϊκισμούς. Δεν το κατορθώσαμε, δεν το προσπαθήσαμε καν, έτσι καταλήξαμε να θυμίζουμε λίγο το σύνθημα του Ασλανίδη της Χούντας «Κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο, κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ». Μοιράζοντας πτυχία, δίχως πραγματικές προοπτικές απασχόλησης, σαν καθρεφτάκια σε ιθαγενείς(βλ. Δημόσια και Ιδιωτικά ΑΕΙ. ”Νεράιδες” και ”Δράκοι”).
Θα κλείσω παραθέτοντας την τελευταία παράγραφο από ένα κείμενο που δημοσίευσα στις 29-12-2023. «Συμπληρώνεται μισός αιώνας από την Μεταπολίτευση. Δεκάδες υπουργοί παιδείας -τέως πρωθυπουργοί και διεκδικητές της ηγεσίας των κομμάτων εξουσίας- διαχειρίστηκαν την εκπαίδευση, το μέλλον της χώρας. Οι ”μεταρρυθμίσεις” τους, κάστρα χτισμένα στην άμμο της κομματικής σκοπιμότητας, σαρώθηκαν από την ζωή. Θα μείνουν στην ιστορία ως «ο κύκλος των χαμένων Υπουργών»(βλ., Ο κύκλος των ”χαμένων υπουργών”).
Αντώνης Αντωνάκος
30 Μαρτίου 2025χ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου