Πότε εγκαταστάθηκαν στον Μοριά και σε ποιες περιοχές του – Η ανταρσία τους και η πολιορκία της Πάτρας – Οι βυζαντινοί στρατηγοί δίνουν τέλος στις εξεγέρσεις Εζεριτών και Μηλιγγών – Ο εκχρισταινισμός τους και η αφομοίωση τους από τους Έλληνες
Για τους Σλάβους στην Πελοπόννησο, έχουμε αναφερθεί σε διάφορα άρθρα
μας, κυρίως στα σχετικά με τον Φαλμεράιερ και τις θεωρίες του.
Θα ασχοληθούμε σήμερα εκτενέστερα με τους Εζερίτες και τους Μηλιγγούς,
δύο από τα σλαβικά φύλα, που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο τον 8ο
αιώνα και την ιστορία τους.
Η εγκατάσταση Εζεριτών και Μηλιγγών στην Πελοπόννησο
Το 746-747, επιδημία χολέρας προερχόμενη από τη Σικελία και την Καλαβρία, εξόντωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών και άλλων περιοχών της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το 755, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’, ο επονομαζόμενος Κοπρώνυμος, έφερε στην Κωνσταντινούπολη κατοίκους από την Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της Πελοποννήσου) και τα νησιά, για να αυξήσει τον πληθυσμό της που είχε μειωθεί αισθητά.
Εκείνη την εποχή φαίνεται ότι οι Στρυμόνιοι και οι Παγασαίοι Σλάβοι, όπως γράφει ο Καρλ Χοπφ, βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν κάποιες περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη Βόρειο Ελλάδα και τη Θεσσαλία.
Τότε, πιθανότατα, οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί φτάνουν και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο.
Οι Εζερίτες, που η ονομασία τους προέρχεται από τη λέξη έζερον= έλος, εγκαταστάθηκαν κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λακωνίας, από την πεδιάδα του Έλος μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας. Κάποιοι απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Αχαΐα, στην περιοχή που ονομάζεται σήμερα Νεζερά και βρίσκεται εκεί που «συναντιώνται» ο Ερύμανθος με το Παναχαϊκό Όρος, στην άνω κοιλάδα του ποταμού Πείρου. Ζούσαν νομαδικό βίο και ήταν αποκομμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι Μηλιγγοί, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου. Τόσο οι Εζερίτες όσο και οι Μηλιγγοί, απέφευγαν τις πεδινές περιοχές. Διατηρούσαν τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κοινωνική οργάνωση σε πατριές (zadrugas) και τον νομαδικό βίο.
Με τους τοπικούς πληθυσμούς, ερχόταν σε επαφή μόνο για τις απαραίτητες συναλλαγές και τις ανάγκες των ποιμνίων τους.
Η πρώτη εξέγερση Εζεριτών και Μηλιγγών, έγινε το 783. Τότε στάλθηκε εναντίον τους ο «πατρίκιος και λογοθέτης του οξέος δρόμου» Σταυράκιος, ο οποίος τους κατατρόπωσε και τους περιόρισε στις πλαγιές του Ταΰγετου. «…εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγε τη Ρωμαίων βασιλεία», γράφει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος.
Η πολιορκία της Πάτρας, έγινε στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ (802-811), στον οποίο έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο.
Ο Βλάσης Φειδάς την τοποθετεί το 805, ο Περικλής Ζερλέντης, στηριζόμενος στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, το «Χρονικόν της Μονεμβασίας» και το σημείωμα του Καισαρείας Αρέθα το 807 και ο Καρλ Χοπφ, το 811.
Οι Εζερίτες «τας των γειτόνων οικίας των Γραικών εξεπόρθουν και εις αρπαγήν ετίθεντο, έπειτα κατά των οικητόρων της των Πατρών ορμήσαντες πόλεως τα προ του τείχους πεδία κατεστρέφοντο και ταύτην επολιόρκουν, μεθ’ εαυτών έχοντες και Αφρικανούς και Σαρακηνούς» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος).
Πραγματικά, στα χρόνια του Νικηφόρου, συγκεκριμένα το 807, Σαρακηνοί επιτέθηκαν στα νησιά μεταξύ των οποίων και τη Ρόδο και έσπευσαν να συνδράμουν τους Σλάβους που πολιορκούσαν την Πάτρα.
Οι κάτοικοι της Πάτρας, ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκρατορικού στρατηγού που είχε έδρα την Κόρινθο. Ωστόσο χωρίς τη βοήθειά του και χάρη στη θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Ανδρέα, κατάφεραν να αποκρούσουν τη σλαβική επίθεση.
Για να καταστείλει οριστικά τη σλαβική εξέγερση στην Πελοπόννησο, στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη ο Λέων Σκληρός, ο οποίος κατατρόπωσε τους Σλάβους.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, προήγαγε την αρχιεπισκοπή Πατρών σε μητρόπολη και όρισε για τους στασιαστές Σλάβους φορολογική επιβάρυνση για την οικονομική ενίσχυση του ναού του Αγίου Ανδρέα της Πάτρας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Καρλ Χοπφ ο οποίος τοποθετεί την αναβάθμιση της αρχιεπισκοπής Πατρών σε μητρόπολη μεταξύ 898 και 912, με «εντολή του Νικηφόρου, οι υπόδουλοι Σκλαβηνοί δόθηκαν ως δούλοι στην εκκλησία της Πάτρας».
Νέες εξεγέρσεις Εζεριτών και Μηλιγγών
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842), εξεγέρθηκαν οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί του Ταΰγετου στασίασαν. Ο αυτοκρατορικός στρατηγός της Πελοποννήσου Ιωάννης Πρωτεύων, ενημέρωσε τον αυτοκράτορα «ότι αποστατήσαντες ου πείθονται ούτε στρατηγώ, ούτε βασιλική κελεύσει υπείκουσιν…».
Στάλθηκε τότε στην Πελοπόννησο ο στρατηγός Κρινίτης Αροτράς, ο οποίος από τον Μάρτιο του 921 «κατακαύσας τα θέρη (=τη σοδειά) αυτών και ληισάμενος πάσαν την γην αυτών (=την ερήμωσε) έσχεν αυτούς ανθισταμένους (=αντιστεκόμενους) και αντέχοντας μέχρι του μηνός Νοεμβρίου», κατάφερε να τους υποτάξει. Επιβλήθηκε τότε στους μεν Εζερίτες φόρος 600 νομίσματα, στους δε Μηλιγγούς 540 ετησίως.
Όταν όμως στάλθηκε στρατηγός στην Πελοπόννησο ο πρωτοσπαθάριος Βάρδας Πλατυπόδης και στασίασε μαζί με άλλους πρωτοσπαθάριους και άρχοντες κατά του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’, διώχθηκε από τους στασιαστές ο πρωτοσπαθάριος Λέοντας Αγέλαστος από την Πελοπόννησο και οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί ζήτησαν να σταματήσουν να καταβάλλουν τους πρόσθετους φόρους που τους είχαν επιβληθεί.
Ο Ρωμανός, φοβούμενος μήπως οι Σλάβοι συμπράξουν με τους στασιαστές και επαναστατήσουν, δέχτηκε το αίτημά τους και με χρυσόβουλο επανέφερε τους φόρους στα προηγούμενα ποσά.
Αυτή είναι και η τελευταία φορά που Εζερίτες και Μηλιγγοί δημιούργησαν προβλήματα στην αυτοκρατορία.
Από τον 10ο αιώνα, ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε», κάνει προσπάθειες για τον εκχριστιανισμό των, ειδωλολατρών ως τότε, Σλάβων της Πελοποννήσου. Οι προσπάθειες συνεχίζονται συστηματικότερα τον 11 αιώνα, οπότε Εζερίτες και Μηλιγγοί εκχριστιανίζονται και αφομοιώνονται σταδιακά από τους ελληνικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου.
Μάλιστα, στα χρόνια της φραγκοκρατίας (13ος-14ος αιώνας), τα απείθαρχα και αξιόμαχα σλαβικά φύλα του Ταΰγετου, συνεργάζονται με τους ντόπιους εναντίον των Φράγκων τους οποίους θεωρούν κοινή απειλή.
Οι Φράγκοι ηγεμόνες, αναγκάζονται να χτίσουν κάστρα, για να ελέγχουν τους αδούλωτους Μανιάτες, τους Τσάκωνες και τους Μηλιγγούς. Ένα από αυτά, είναι το κάστρο του Λεύκτρου (γαλλ. Beaufort= Ωραιοκόκαστρο), στη δυτική μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο σημερινό χωριό Στούπα Μεσσηνίας.
Ένα άλλο, το κάστρο της Μεγάλης Μαΐνης, δεν είναι απόλυτα βέβαιο πού βρισκόταν. Χτίστηκε γύρω στο 1248-1250, από τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδονίνο, για να ελέγχει τους Μηλιγγούς.
Και βέβαια, τότε χτίστηκε (1249) και το κάστρο του Μυστρά από τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, επίσης για τον έλεγχο των Μηλιγγών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θέλοντας να εντάξει τους Εζερίτες και τους Μηλιγγούς ευκολότερα στους Κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας, το 1082 προήγαγε την επισκοπή Λακεδαιμονίας σε μητρόπολη, ενώ το ίδιο έτος ίδρυσε και την επισκοπή Εζερών (J. Miklosich et I. Muller “Acta et Diplomata Craeca medii aevi sacra et profana”, 1860).
Αναφορές για την επισκοπή Εζερών, έχουμε ως το 1309-1315. Τότε, επίσκοπός της ήταν ο Βασίλειος Ανατολικός, ενώ μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ήταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος.
Έκτοτε δεν γνωρίζουμε τι απέγινε η επισκοπή αυτή.
Το πιθανότερο είναι, ότι υποβαθμίστηκε σε πατριαρχική εξαρχία.
Τελευταίες αναφορές για τους Μηλιγγούς, έχουμε τον 15ο αιώνα από τον Κανανό Λάσκαρη, ο οποίος αναφέρεται στους Ζυγιώτες, απογόνους των Μηλιγγών, που μιλούσαν σλαβικά.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος, ταυτίζει τον Κανανό Λάσκαρη με τον Ιωάννη Κανανό, που έγραψε για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Μουράτ (1422).
Απομεινάρια Εζεριτών και Μηλιγγών στον Μοριά
Όπως γράφει ο Περικλής Ζερλέντης, οι μεν Εζερίτες δεν άφησαν κανένα ίχνος στην περιοχή του Ταΰγετου. Λίμνες που θυμίζουν τους Σλάβους αυτούς πάντως, υπάρχουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οζερός στην Αιτωλοακαρνανία, Νεζερός(γνωστότερη ως Ζαραβίνα στο Πωγώνι του νομού Ιωαννίνων) και πιθανότατα και η Ζηρός του νομού Πρεβέζης.
Αντίθετα οι Μηλιγγοί «άφησαν» κάποια τοπωνύμια. Ο Ζυγός του Μελιγγού, ο Δρόγγος του Μελιγγού και ο Δρόγγος των Σκλαβών είναι μερικά από αυτά. Η χώρα όπου κατοικούσαν λεγόταν Σκλαβικά και Σκλαβωνία. Κοντά στο Άστρος βρίσκονται τα Καλύβια της Μελιγγής, ενώ ο Γεώργιος Φραντζής, στο «Χρονικόν», μνημονεύει τη λακωνική πόλη Μελίγον. Τέλος, το 1612 από επιστολή του πατριάρχη Νεόφυτου, πληροφορούμαστε για το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσης, που βρισκόταν στην (τότε επαρχία) Ναυπλία, κοντά στην κώμη Μελιγούν.
Σλάβοι και δυτικοί ιστορικοί, προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τους, αναμφισβήτητους αυτούς εποικισμούς, οι μεν για να τονίσουν την κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο, οι δε (βλ. Φαλμεράιερ), για να αμφισβητήσουν την αμιγή συνέχεια του ελληνισμού σε αυτόν.
Η έλλειψη μαρτυριών στη νότια Ελλάδα, η φράση του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου «εσκλαβώθη η χώρα πάσα και γέγονε βάρβαρος» και η επιστολή του πατριάρχη Νικόλαου Γραμματικού (1084-1111), στην οποία αναφέρει ότι οι Σλάβοι για 218 έτη είχαν αποσπάσει την Πελοπόννησο από την βυζαντινή κυριαρχία, ήταν πρόσθετα βέλη στη φαρέτρα με τα επιχειρήματα των ιστορικών αυτών.
Ωστόσο, η μελέτη των τοπωνυμίων του Μοριά και οι αποσπασματικές βυζαντινές ιστορικές πηγές, αποδεικνύουν ότι οι σλαβικοί εποικισμοί έγιναν μόνο στις ορεινές περιοχές. Οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί όπως είδαμε έμειναν αποκομμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό και οι ανταρσίες τους, καταπνίγηκαν εύκολα από τους Βυζαντινούς.
Οι δε Φράγκοι, που από το 1205 κυριάρχησαν σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, δεν κάνουν καμία αναφορά σε Σλάβους στα χρονικά τους, παρά μόνο σε Έλληνες.
Πηγές: Περικλής Γ. Ζερλέντης, «ΜΗΛΙΓΓΟΙ ΚΑΙ ΕΖΕΡΙΤΑΙ ΣΛΑΒΟΙ ΕΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΩ», Ερμούπολη Σύρου 1922, ΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ, 2000.
ΚΑΡΛ ΧΟΠΦ, «ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ,ΑΘΗΝΑ 1995.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Η εγκατάσταση Εζεριτών και Μηλιγγών στην Πελοπόννησο
Το 746-747, επιδημία χολέρας προερχόμενη από τη Σικελία και την Καλαβρία, εξόντωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών και άλλων περιοχών της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το 755, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’, ο επονομαζόμενος Κοπρώνυμος, έφερε στην Κωνσταντινούπολη κατοίκους από την Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της Πελοποννήσου) και τα νησιά, για να αυξήσει τον πληθυσμό της που είχε μειωθεί αισθητά.
Εκείνη την εποχή φαίνεται ότι οι Στρυμόνιοι και οι Παγασαίοι Σλάβοι, όπως γράφει ο Καρλ Χοπφ, βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν κάποιες περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη Βόρειο Ελλάδα και τη Θεσσαλία.
Τότε, πιθανότατα, οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί φτάνουν και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο.
Οι Εζερίτες, που η ονομασία τους προέρχεται από τη λέξη έζερον= έλος, εγκαταστάθηκαν κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λακωνίας, από την πεδιάδα του Έλος μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας. Κάποιοι απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Αχαΐα, στην περιοχή που ονομάζεται σήμερα Νεζερά και βρίσκεται εκεί που «συναντιώνται» ο Ερύμανθος με το Παναχαϊκό Όρος, στην άνω κοιλάδα του ποταμού Πείρου. Ζούσαν νομαδικό βίο και ήταν αποκομμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι Μηλιγγοί, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου. Τόσο οι Εζερίτες όσο και οι Μηλιγγοί, απέφευγαν τις πεδινές περιοχές. Διατηρούσαν τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κοινωνική οργάνωση σε πατριές (zadrugas) και τον νομαδικό βίο.
Με τους τοπικούς πληθυσμούς, ερχόταν σε επαφή μόνο για τις απαραίτητες συναλλαγές και τις ανάγκες των ποιμνίων τους.
Η πρώτη εξέγερση Εζεριτών και Μηλιγγών, έγινε το 783. Τότε στάλθηκε εναντίον τους ο «πατρίκιος και λογοθέτης του οξέος δρόμου» Σταυράκιος, ο οποίος τους κατατρόπωσε και τους περιόρισε στις πλαγιές του Ταΰγετου. «…εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγε τη Ρωμαίων βασιλεία», γράφει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος.
Η πολιορκία της Πάτρας, έγινε στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ (802-811), στον οποίο έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο.
Ο Βλάσης Φειδάς την τοποθετεί το 805, ο Περικλής Ζερλέντης, στηριζόμενος στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, το «Χρονικόν της Μονεμβασίας» και το σημείωμα του Καισαρείας Αρέθα το 807 και ο Καρλ Χοπφ, το 811.
Οι Εζερίτες «τας των γειτόνων οικίας των Γραικών εξεπόρθουν και εις αρπαγήν ετίθεντο, έπειτα κατά των οικητόρων της των Πατρών ορμήσαντες πόλεως τα προ του τείχους πεδία κατεστρέφοντο και ταύτην επολιόρκουν, μεθ’ εαυτών έχοντες και Αφρικανούς και Σαρακηνούς» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος).
Πραγματικά, στα χρόνια του Νικηφόρου, συγκεκριμένα το 807, Σαρακηνοί επιτέθηκαν στα νησιά μεταξύ των οποίων και τη Ρόδο και έσπευσαν να συνδράμουν τους Σλάβους που πολιορκούσαν την Πάτρα.
Οι κάτοικοι της Πάτρας, ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκρατορικού στρατηγού που είχε έδρα την Κόρινθο. Ωστόσο χωρίς τη βοήθειά του και χάρη στη θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Ανδρέα, κατάφεραν να αποκρούσουν τη σλαβική επίθεση.
Για να καταστείλει οριστικά τη σλαβική εξέγερση στην Πελοπόννησο, στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη ο Λέων Σκληρός, ο οποίος κατατρόπωσε τους Σλάβους.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, προήγαγε την αρχιεπισκοπή Πατρών σε μητρόπολη και όρισε για τους στασιαστές Σλάβους φορολογική επιβάρυνση για την οικονομική ενίσχυση του ναού του Αγίου Ανδρέα της Πάτρας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Καρλ Χοπφ ο οποίος τοποθετεί την αναβάθμιση της αρχιεπισκοπής Πατρών σε μητρόπολη μεταξύ 898 και 912, με «εντολή του Νικηφόρου, οι υπόδουλοι Σκλαβηνοί δόθηκαν ως δούλοι στην εκκλησία της Πάτρας».
Νέες εξεγέρσεις Εζεριτών και Μηλιγγών
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842), εξεγέρθηκαν οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί του Ταΰγετου στασίασαν. Ο αυτοκρατορικός στρατηγός της Πελοποννήσου Ιωάννης Πρωτεύων, ενημέρωσε τον αυτοκράτορα «ότι αποστατήσαντες ου πείθονται ούτε στρατηγώ, ούτε βασιλική κελεύσει υπείκουσιν…».
Στάλθηκε τότε στην Πελοπόννησο ο στρατηγός Κρινίτης Αροτράς, ο οποίος από τον Μάρτιο του 921 «κατακαύσας τα θέρη (=τη σοδειά) αυτών και ληισάμενος πάσαν την γην αυτών (=την ερήμωσε) έσχεν αυτούς ανθισταμένους (=αντιστεκόμενους) και αντέχοντας μέχρι του μηνός Νοεμβρίου», κατάφερε να τους υποτάξει. Επιβλήθηκε τότε στους μεν Εζερίτες φόρος 600 νομίσματα, στους δε Μηλιγγούς 540 ετησίως.
Όταν όμως στάλθηκε στρατηγός στην Πελοπόννησο ο πρωτοσπαθάριος Βάρδας Πλατυπόδης και στασίασε μαζί με άλλους πρωτοσπαθάριους και άρχοντες κατά του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’, διώχθηκε από τους στασιαστές ο πρωτοσπαθάριος Λέοντας Αγέλαστος από την Πελοπόννησο και οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί ζήτησαν να σταματήσουν να καταβάλλουν τους πρόσθετους φόρους που τους είχαν επιβληθεί.
Ο Ρωμανός, φοβούμενος μήπως οι Σλάβοι συμπράξουν με τους στασιαστές και επαναστατήσουν, δέχτηκε το αίτημά τους και με χρυσόβουλο επανέφερε τους φόρους στα προηγούμενα ποσά.
Αυτή είναι και η τελευταία φορά που Εζερίτες και Μηλιγγοί δημιούργησαν προβλήματα στην αυτοκρατορία.
Από τον 10ο αιώνα, ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε», κάνει προσπάθειες για τον εκχριστιανισμό των, ειδωλολατρών ως τότε, Σλάβων της Πελοποννήσου. Οι προσπάθειες συνεχίζονται συστηματικότερα τον 11 αιώνα, οπότε Εζερίτες και Μηλιγγοί εκχριστιανίζονται και αφομοιώνονται σταδιακά από τους ελληνικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου.
Μάλιστα, στα χρόνια της φραγκοκρατίας (13ος-14ος αιώνας), τα απείθαρχα και αξιόμαχα σλαβικά φύλα του Ταΰγετου, συνεργάζονται με τους ντόπιους εναντίον των Φράγκων τους οποίους θεωρούν κοινή απειλή.
Οι Φράγκοι ηγεμόνες, αναγκάζονται να χτίσουν κάστρα, για να ελέγχουν τους αδούλωτους Μανιάτες, τους Τσάκωνες και τους Μηλιγγούς. Ένα από αυτά, είναι το κάστρο του Λεύκτρου (γαλλ. Beaufort= Ωραιοκόκαστρο), στη δυτική μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο σημερινό χωριό Στούπα Μεσσηνίας.
Ένα άλλο, το κάστρο της Μεγάλης Μαΐνης, δεν είναι απόλυτα βέβαιο πού βρισκόταν. Χτίστηκε γύρω στο 1248-1250, από τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδονίνο, για να ελέγχει τους Μηλιγγούς.
Και βέβαια, τότε χτίστηκε (1249) και το κάστρο του Μυστρά από τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, επίσης για τον έλεγχο των Μηλιγγών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θέλοντας να εντάξει τους Εζερίτες και τους Μηλιγγούς ευκολότερα στους Κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας, το 1082 προήγαγε την επισκοπή Λακεδαιμονίας σε μητρόπολη, ενώ το ίδιο έτος ίδρυσε και την επισκοπή Εζερών (J. Miklosich et I. Muller “Acta et Diplomata Craeca medii aevi sacra et profana”, 1860).
Αναφορές για την επισκοπή Εζερών, έχουμε ως το 1309-1315. Τότε, επίσκοπός της ήταν ο Βασίλειος Ανατολικός, ενώ μητροπολίτης Λακεδαιμονίας ήταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος.
Έκτοτε δεν γνωρίζουμε τι απέγινε η επισκοπή αυτή.
Το πιθανότερο είναι, ότι υποβαθμίστηκε σε πατριαρχική εξαρχία.
Τελευταίες αναφορές για τους Μηλιγγούς, έχουμε τον 15ο αιώνα από τον Κανανό Λάσκαρη, ο οποίος αναφέρεται στους Ζυγιώτες, απογόνους των Μηλιγγών, που μιλούσαν σλαβικά.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος, ταυτίζει τον Κανανό Λάσκαρη με τον Ιωάννη Κανανό, που έγραψε για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Μουράτ (1422).
Απομεινάρια Εζεριτών και Μηλιγγών στον Μοριά
Όπως γράφει ο Περικλής Ζερλέντης, οι μεν Εζερίτες δεν άφησαν κανένα ίχνος στην περιοχή του Ταΰγετου. Λίμνες που θυμίζουν τους Σλάβους αυτούς πάντως, υπάρχουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οζερός στην Αιτωλοακαρνανία, Νεζερός(γνωστότερη ως Ζαραβίνα στο Πωγώνι του νομού Ιωαννίνων) και πιθανότατα και η Ζηρός του νομού Πρεβέζης.
Αντίθετα οι Μηλιγγοί «άφησαν» κάποια τοπωνύμια. Ο Ζυγός του Μελιγγού, ο Δρόγγος του Μελιγγού και ο Δρόγγος των Σκλαβών είναι μερικά από αυτά. Η χώρα όπου κατοικούσαν λεγόταν Σκλαβικά και Σκλαβωνία. Κοντά στο Άστρος βρίσκονται τα Καλύβια της Μελιγγής, ενώ ο Γεώργιος Φραντζής, στο «Χρονικόν», μνημονεύει τη λακωνική πόλη Μελίγον. Τέλος, το 1612 από επιστολή του πατριάρχη Νεόφυτου, πληροφορούμαστε για το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσης, που βρισκόταν στην (τότε επαρχία) Ναυπλία, κοντά στην κώμη Μελιγούν.
Σλάβοι και δυτικοί ιστορικοί, προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τους, αναμφισβήτητους αυτούς εποικισμούς, οι μεν για να τονίσουν την κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο, οι δε (βλ. Φαλμεράιερ), για να αμφισβητήσουν την αμιγή συνέχεια του ελληνισμού σε αυτόν.
Η έλλειψη μαρτυριών στη νότια Ελλάδα, η φράση του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου «εσκλαβώθη η χώρα πάσα και γέγονε βάρβαρος» και η επιστολή του πατριάρχη Νικόλαου Γραμματικού (1084-1111), στην οποία αναφέρει ότι οι Σλάβοι για 218 έτη είχαν αποσπάσει την Πελοπόννησο από την βυζαντινή κυριαρχία, ήταν πρόσθετα βέλη στη φαρέτρα με τα επιχειρήματα των ιστορικών αυτών.
Ωστόσο, η μελέτη των τοπωνυμίων του Μοριά και οι αποσπασματικές βυζαντινές ιστορικές πηγές, αποδεικνύουν ότι οι σλαβικοί εποικισμοί έγιναν μόνο στις ορεινές περιοχές. Οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί όπως είδαμε έμειναν αποκομμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό και οι ανταρσίες τους, καταπνίγηκαν εύκολα από τους Βυζαντινούς.
Οι δε Φράγκοι, που από το 1205 κυριάρχησαν σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, δεν κάνουν καμία αναφορά σε Σλάβους στα χρονικά τους, παρά μόνο σε Έλληνες.
Πηγές: Περικλής Γ. Ζερλέντης, «ΜΗΛΙΓΓΟΙ ΚΑΙ ΕΖΕΡΙΤΑΙ ΣΛΑΒΟΙ ΕΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΩ», Ερμούπολη Σύρου 1922, ΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ, 2000.
ΚΑΡΛ ΧΟΠΦ, «ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ,ΑΘΗΝΑ 1995.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου