Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Οι τελευταίοι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας - Κωνσταντινούπολης Αναδιφώντας την Ιστορία της Κρήτης

walls istanbulΟ ιστορικός, στην περιγραφή του για την εκπόρθηση της Βασιλεύουσας - Κωνσταντινούπολης, κλείνοντας την όλη θλιβερή εικόνα της ημέρας εκείνης, που εσήμανε για το ελληνικό γένος την αρχή μιας ζωής δοκιμασίας και μαρτυρίου, που βάσταξε τρακόσια ογδόντα χρόνια γράφει:

“Από της έκτης ώρας της πρωίας η ημισέληνος είχεν αναστηλωθή, ως προείπομεν εις άπαντα τα τείχη, εις άπαντας τους πύργους, εις άπαντα τα οικοδομήματα. Αλλά μέχρις της δευτέρας μεταμεσημβρίαν υπήρχε εις έτι πύργος, όστις ούτε εκυριεύθη, ούτε ήθελε παραδοθή, “ο πύργος του βασιλείου Λέοντος και Αλεξίου”, ο ιστάμενος μεν παρά τη Ωραία Πύλη, τη καλουμένη σήμερον Μπαχτσέ Καπουσί, κατεχόμενος δε υπό πληρώματος ενός κρητικού πλοίου.

Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγωσι, διότι είχον την ναυν αυτών και είδομεν ότι πάσαι αι εξελθούσαι του λιμένος νήες εσώθησαν.

Αλλά όμως καίπερ βλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν, επείθοντο, αλλ’ επέμειναν εκθύμως ανταγωνιζόμενοι υπό την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα.

Το πραγμα ανηγγέλθη εις τον Σουλτάνον, ο δε θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξελθώσι μετά των τιμών του πολέμου, ως λέγεται σήμερον, - ελεύθεροι αυτοί τε και η ναύς αυτών και πάσα η αποσκευή ην είχον - ως λέγει ο Φραντζής, προσεπιφέρων ότι - και ούτω γενομένων πάλιν μόλις εκ του Πύργου τούτους έπεισαν απαλαθείν”.

Ποιοι ήταν οι τελευταίοι αυτοί περήφανοι κι ανδρειωμένοι Έλληνες, που ξεπετάχτηκαν περιφρονηταί του θανάτου μέσα στο φριχτό χορό του χάρου κι εστήλωσαν τα κορμιά τους μπρος στην ορμή ενός άγριου κατακτητή, που μπήκε στην Πόλη των Κωνσταντίνων αφρισμένος από πείσμα και θυμό για τη θανατερή αντίστασή της;

Σημείωση: Σ’ ένα παλιό χειρόγραφο που απόκτησε το Βρετανικό Μουσείο γραμμένο πιθανότατα ως “ενθύμιον” από καλόγερον της παλαιάς και ιστορικής Μονής της Αγκαράθου του νησιού μας, αναφέρονται σχετικά με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, τα κρητικά καράβια και ο πόνος που δοκίμασε ο κρητικός λαός όταν πληροφοροήθηκε την άλωση, τα ακόλουθα: “Εις αυν (1453) Ιουνίου κθ’ ημέρα Σαββάτω ήλθαν από την Κωνσταντινούποιν καράβια τρια κρητικά του σγούρου, υαλινα και του φιλομάτου λέγοντες ότι εις την κθ’ του Μαΐου μηνός, εις Αγίας Θεοδοσίας ημέρα Τρίτη ώρα Γ’ της ημέρας εσέβησαν οι Αγαρινοί εις Κωνσταντινούπολιν το φωσάτον του Τούρκου Τζαλατή μεεμέτη και είπον ότι επέκτειναν τον βασιλέα τον κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύ κλαυθμός εις την Κρήτην δια τι θλιβερόν μήνυμα, όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγομεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής”. (Βλέπε Γεναδίου Μ. Αραμπατζόγλου Φωτίειος Βιβλιοθήκη, μέρος πρώτον Κωνσταντινούπολις, 1933, σ. 1080 υπ. 3).

Σχετικά με τα τρία αυτά καράβια, τους ιδιοκτήτες των και την χωριτικότητά των αναφέρει ο ιστορικός της αλώσεως N. Barbaro ότι ανήκαν εις τους: Ser. Iuan Venier de Gandia de Botte 800 et filamati de Gandia de Botte 800 El couro de Gandia de Botte 700.

Ο δε ιστορικός Φραντζής γράφει σχετικά: “Εκ της Κρήτης τρεις τριήρεις. Εκ της πόλεως λεγόμενης Χάνδαξ η μία και δύο εκ Κυδωνίας”.

Όπως βλέπομεν όμως στην “ενθύμηση” της Μονής Αγκαράθου και τα τρια πλοία αυτά ήσαν από την ανατολική Κρήτη, όπου συναντώνται ακόμη τα δύο επώνυμα, εκτός του Φιλομάτη που εξέλιπε.

Η ιστορία αυτή των τριών κρητικών καραβιών παρέμειναν ως την στερνή πνοή της ελεύθερης ζωής της πόλης, ενέπνευσαν δε έναν εκλεκτό διανοούμενο τον Ι. Κόντο και μας έδωκε ένα έμμετρο έργο του, με τον τίτλο “Τα Κρητικά καράβια στα 1453”. Έκδοση Α.Γ. Παπανικολάου Αθήνα 1948.

Ακροβασία θανάτου

Σαράντα δύο άνδρες, σαράντα δύο παλληκάρια από την Κρήτη, που τρέξαν με το καράβι τους, τις τελευταίες μέρες της αγωνίας του Βυζαντίου, ζητώντας να ενισχύσουν μία από τις πολλές κουρασμένες φρουρές της Κωνσταντινόπουλης. (Ο θρύλος λέει ότι καραβοκύρης κι αρχηγός τους ήταν ο Κ. Χαρκούτσης από τον Αγ. Μύρωνα του Μαλεβιζίου, που ήταν εγκατεστημένος στη Μήλο).

Αν όλοι οι άλλοι έτρεξαν να δώσουν τη βοήθειά τους όταν είχαν την ελπίδα της σωτηρίας, αυτοί πήγαν σαν η ελπίδα είχε χαθεί πια κι ο θάνατος παραμόνευε παντού, βέβαιος κι ασφαλής για κάθε μαχητή.

Η ψυχή του ηρωικού νησιού, όπως μας διδάσκει η ιστορία των αιώνων, πάντα αισθανότατε χαρά να ρίχνεται σε ηρωικές θανατηφόρες ακροβασίες. Τα παιδιά που γεννιόντανε στην Κρήτη πάνω, τρώγοντας τα δροσερά χορτάρια της, ρουφούσαν το αίμα κάποιου κατακτητή, κάποιου Βενετσιάνου, κάποιου Κουρσάρου, κάποιου Σαρακηνού, κάποιου Φοίνικα, ή κάποιου Δωριέα- ποιος ξέρει- που το αίμα του είχε ποτίσει το χώμα της σε μακρισμένη εποχή.

Μα το αίμα αυτό το απόμακρο, το αίμα αυτό το ξεχασμένο εμπόλιαζε κι εκέντριζε την ψυχή του Κρητικού, που γεννιόταν σε μια δροσάτη χαράδρα ή σ’ ένα απόκρυμνο ξεροβούνι, και τον έκανε να σπαρταρά μπρος στο παιγνίδι του θανάτου.

Μια τέτοια ακροβασία πάνω στο λεπτό κι εύθραστο σύρμα του θανάτου ήταν κι ο αγώνας των σαράντα Κρητικών στο Βυζάντιο, που περιγράφει τόσο στεγνά ο Φραντζής. Μα η κρητική αυτή ενέργεια κλει μέσα της τόσο ηρωική τραγικότητα, που φαντάζομαι πως δύσκολα θα βρεθεί σ’ άλλη ιστορία μια τέτοια ομαδική περιφρόνηση μπρος στο βέβαιο θάνατο, “ενώ το καράβι τους ήταν έτοιμο” αν ήθελαν να τους βγάλει έξω από τα νερά του Βοσπόρου.

Μα αν η φράση του Καμπρόν είναι ένα υπέροχο ποίημα περιφρόνησης, προς τον θάνατο που ενέπνευσε την ποίηση του ρομαντικού Ουγκώ, τη στιγμή που δεν μπορούσε να φύγει κι αν ήθελε ακόμη να γλιτώσει τη ζωή του, τι μπορεί να’ ναι η σιωπηλή περιφρόνηση των Κρητικών και το φτύξιμό τους προς εκείνους που τους πρότειναν παράδοση και προς το καράβι τους που τους άνοιγε τα φτερά του ελεύθερα, για να βρουν το δρόμο της υποχώρησης;

Μα τι ζητούσαν τάχα οι ακροβάτες αυτοί του θανάτου; Να ελευθερώσουν την Πόλη; Nα φοβίσουν τις μυριάδες των εκπορθήτων;  Nα βοηθήσουν ποιον; Ή να φέρουν αντιπερισπασμό, τι είδους και για ποιο σκοπό;

Για κανένα! Γικα τίποτε! Μα έτσι για ένα ιλιγγιώδη ακροβατισμό, γιατί το αίμα τους, η ψυχή τους, ο αισθηματικός τους κόσμος τους τραβούσε στο επικίνδυνο αυτό παιγνίδι. Έτσι τους άρεσε κι έτσι έκαμαν, από ένα τρελό ηρωικό πείσμα, που’ ναι γεμάτο ωραιότητα, γιατί πηδά πάνω από την ύλη.

Ήταν κολυμβητές που’ παιζαν βουτιά από ύψος δυσθεόρατο με μόνο το σκοπό να αισθανθούν την ηδονή του ιλίγγου.

Σε μια στιγμή ψυχραιμίας ένιωσαν τον άδικο τους χαμός και δέχτηκαν τους έντιμους όρους του πανίσχυρου κατακτητή. Ίσως οι εξαιρετικά έντιμοι όροι, ενός πανίσχυρου κατακτητή να φούσκωσαν την ψυχική τους περηφάνεια κι αυτή τους τράβηξε προς τη σκέψη της χαράς της ζωής.

Παίρνοντας την “ναυν” και συναποκομίζοντας “πάσαν αποσκευήν ήν είχον” άνοιξαν τα πανιά τους βάζοντας στο πρώτο κατάρτι του καραβιού τους τη μόνη που διασώθηκε αετοφόρο σημαία, νικηταί “ελεύθεροι” τραβώντας για το νησί τους που ήταν κι αυτό σκλαβωμένο, μα η σκλαβιά του ήταν αλαφρωμένη, γιατί είχεν αφομοιώσει σχεδόν τους αντιπροσώπους του κατακτητή.



Η σημαία του Βυζαντίου



Παίρνοντας την “τελευταία αετοφόρα σημαία του Βυζαντίου” οι σαράντα Κρητικοί και μεταφέροντάς την στο ακριτικό νησί τους, πήραν μαζί τους και το όνειρο της μελλούμενης ανάστασης. Στις πτυχές του τελευταίου συμβόλου εκόλλησαν μαζί με τους τελευταίους στεναγμούς των νεκρών της Κωνσταντινούπολης, κι όλοι οι πόθοι μιας φυλής που ορθώθηκε πρόμαχος ενός πολιτισμού κατά των βαρβάρων, που ορμητικοί κι αφηνιασμένοι κατέβαιναν από την Ανατολή προς τη Δύση, κι οι πόθοι αυτοί γίνηκαν προζύμι μιας καινούργιας μεγαλουργίας και φυλάχτηκαν στοργικά μες στο βάθος της ψυχής ενός πολεμικού λαού, για να ξεπεταχτούν μια μέρα, ζητώντας να φέρουν πίσω την παλιά δόξα.

Θλιμμένοι “έως θανάτου” οι σαράντα Κρητικοί άμα ανοίχτηκαν στο πέλαγος, δίπλωσαν την αετοφόρο σημαία τους σκύφτοντας με βαρύ πένθος πάνω στο δίπλωμά της. Κάποιο μοναστήρι του Μεγάλου Νησιού θα δέχτηκε τη σημαία αυτή, και κάποιο σκοτεινό κελί θα τη φύλαξε, κλείνοντας μέσα του και το όνειρο της μελλούμενης ανάστασης.

Τη σημαία εκείνη, ύστερα από εκατοντάδες χρόνια, ξεδίπλωσαν μια μέρα, κι η ψυχή σπαρτάρησε μες στις πτυχές της και το σπαρτάρισμα γίνηκε πόθος, κι ο πόθος θυσία, κι η θυσία ελευθερία.

Κι αρχίζει η παλιά ματωμένη ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου