Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ Η οικονομία και οι τράπεζες στην κρίση του Μεσοπολέμου

Παρά τις πτωχεύσεις 17 τραπεζών μέχρι το 1933, ο συνολικός αριθμός των τραπεζικών υποκαταστημάτων παρέμεινε περίπου ο ίδιος (εσωτερικό τραπέζης τη δεκαετία του 1930)
Παρά τις πτωχεύσεις 17 τραπεζών μέχρι το 1933, ο συνολικός αριθμός των τραπεζικών υποκαταστημάτων παρέμεινε περίπου ο ίδιος (εσωτερικό τραπέζης τη δεκαετία του 1930)
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέσα από σύνθετες διαδρομές, άντεξε τα χρόνια της κρίσης του 1929-1932. Αρχίζει να συνέρχεται από το 1933, όπως έχουμε δει τις δυο περασμένες εβδομάδες στην «Ημερησία του Σαββάτου», αφήνοντας πίσω του τις πτωχεύσεις και τις συγχωνεύσεις. Αν και οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης δεν σταμάτησαν.
Το 1938 στη χώρα λειτουργούν περίπου 400 τραπεζικά καταστήματα κάθε μορφής (οι ειδικοί τ΄ αποκαλούν «σημεία»). Αυτό μεταφράζεται xoντρικά σε ένα υποκατάστημα ανά 20.000 κατοίκους. Η
αναλογία λίγο έχει μεταβληθεί από την έναρξη της κρίσης το 1929. Μια πιο λεπτομερειακή, όμως, ανάλυση της εικόνας αυτής προσθέτει σημαντικές πληροφορίες. Όπως, για παράδειγμα, ότι η Εθνική Τράπεζα διαθέτει πολύ περισσότερα υποκαταστήματα και πρακτορεία στη χώρα ( περίπου 100 με 3.000 υπαλλήλους) και έχει κυριαρχήσει απολύτως. Η ουσιώδης μεταβολή δεν εντοπίζεται στο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με μια συνοπτική περιγραφή του καθηγητή Κ. Κωστή (Η ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας 1914-1940) η διαφορά βρίσκεται στο ρόλο των τραπεζών στην οικονομία. Πριν από την κρίση «μια περίοδος έντονου ανταγωνισμού στον τραπεζικό χώρο, είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται και από ένα τραπεζικό σύστημα που συμβαδίζει, αν δεν ηγείται της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Το εντελώς αντίθετο ισχύει για την περίοδο που ακολουθεί την κρίση: το τραπεζικό σύστημα, παρά τις εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις στη δομή του, οπισθοδρομεί και δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στην ανάπτυξη?». Η εξήγηση για τη μεταβολή «συνδέεται ασφαλώς με τη δημιουργία ενός ολιγοπωλιακού συστήματος, αλλά δεν θα πρέπει να παραγνωριστούν και οι ευρύτεροι οικονομικής φύσεως παράγοντες, που επηρεάζουν τη συγκρότηση αυτού του καθεστώτος, ιδιαίτερα δε η αδυμναμία άντλησης πόρων από το εξωτερικό, οι οποίοι αποτέλεσαν θεμελιώδη πηγή χρηματοδότησης της εθνικής οικονομίας κατά την προηγούμενη περίοδο».
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Στις συνθήκες αυτές το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι διαρθρωμένο γύρω από δύο πόλους: την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος, που «πολεμούν» μεταξύ τους για την επικυριαρχία. Με τις κυβερνήσεις της περιόδου να αμφιταλεύονται και να παίρνουν πότε το μέρος της μιας και πότε της άλλης. Η ΤτΕ ήταν περιοριρισμένη σε μια άκρως συντηρητική πολιτική διαφύλαξης της δραχμής και σε περιφρούρηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Δεν έπαιζε ενεργό ρόλο στην οικονομική ζωή. Σύμφωνα με τον Ξ. Ζολώτα ως την αρχή της πολεμικής περιόδου δεν είχε ουσιαστικά ασκήσει πολιτική, όπως οι άλλες κεντρικές τράπεζες διεθνώς.
Το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδας τα χρόνια της κρίσης (ελαιογραφία το Μ. Αλεξίου)
Το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδας τα χρόνια της κρίσης (ελαιογραφία το Μ. Αλεξίου)
Από την άλλη, η ΕΤΕ κινείται περισσότερο για τη δημιουργία μιας κεφαλαιοαγοράς και τον έλεγχό της, παρά προς άλλες κατευθύνσεις, όπως στο παρελθόν. Είναι μόνο εν μέρει σωστή η εκτίμηση ότι σε όλη την ευρύτερη περίοδο η ΕΤΕ είναι ο εμψυχωτής της οικονομίας και της βιομηχανίας. Αν και επαναλαμβάνονται ακόμη και σήμερα διαπιστώσεις, όπως εκείνη του βιομήχανου Χρ. Κατσάμπα όταν έλεγε για τον επί μια εικοσαετία διοικητή της Ι. Δροσόπουλο (1928-1939): «Δεν επέρασεν όμοιός του από την οικονομικήν ζωήν της χώρας μας. Ο,τι είχεν η Ελλάς εις βιομηχανίαν μέχρι του τελευταίου πολέμου 1940, ωφείλετο εις τον Δροσόπουλον?». Θα μπορούσε η ρήση να συμπληρωθεί ότι στην ΕΤΕ οφείλεται σ΄ένα βαθμό και ό,τι δεν είχε ή δεν απέκτησε ως τότε η βιομηχανία και η ελληνική. Με αυτή την πτυχή έχουν ασχοληθεί άλλοι ειδικοί μελετητές. Οπως, για παράδειγμα, η Μαργαρίτα Δρίτσα, που έχει αναλύσει συστηματικά το τραπεζικό σύστημα της περιόδου. Ένα από τα συμπέρασματά της είναι ότι η ΕΤΕ τότε «δεν λειτούργησε σαν φορέας προώθησης της εκβιομηχάνισης». (Βιομηχανία και τράπεζες στην περίοδο του Μεσοπολέμου). Σ΄ αντίθεση με άλλους που διατυπώνουν διαφορετικές εκτιμήσεις.
Χάθηκε τότε μια ευκαιρία για τη χώρα;
H θέση ότι η βιομηχανική ανάπτυξη του μεσοπολέμου συνολικά, αλλά και μετά την κρίση του 1929-1932, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό -αν όχι στο μεγαλύτερο- στην ΕΤΕ και τον υπερδιοικητής της Ι. Δροσόπουλο έχει δεχθεί ισχυρές αντιρρήσεις στο παρελθόν και πρόσφατα.
Οι σχετικές εκτιμήσεις, που έχει διατυπώσει ο Χρ. Χατζηϊωσήφ στο κλασικό σύγγραμμά του «Η γηραιά σελήνη», έχουν εκτός των άλλων και επικαιρότητα:
«Οι περιορισμένοι ορίζοντες της ηγεσίας της ΕΤΕ στο μεσοπόλεμο, και ιδιαίτερα του Ι. Δροσόπουλου, είχαν δραματικές συνέπειες για τη βιομηχανική πολιτική της περιόδου. Ο θεωρούμενος πανίσχυρος διοικητής της πρώτης σε μέγεθος ελληνικής τράπεζας ήταν αιχμάλωτος των ξεπερασμένων κοινωνικών δομών και αξιών της ελληνικής επαρχίας, μέσα στις οποίες είχε διαμορφώσει την προσωπικότητά του και προσέγγιζε με εξαιρετική ανασφάλεια τις υποθέσεις του άγνωστου σε αυτόν βιομηχανικού κόσμου.
Προνομιακές σχέσεις με μεμονωμένες επιχειρήσεις και βιομηχάνους υπήρξαν, μια βιομηχανική πολιτική, όμως, δεν διατυπώθηκε ποτέ, γιατί η διοίκηση δεν μπορούσε να τη συλλάβει. Το αποτέλεσμα ήταν η Εθνική Τράπεζα να συσσωρεύσει στο χαρτοφυλάκιό της μετοχές και απαιτήσεις έναντι προβληματικών βιομηχανιών και να μην ενθαρρύνει τη συγκεντροποίηση του βιομηχανικού κεφαλαίου με αναδιαρθρώσεις?».
Η Εθνική «είχε ως στόχο, και επέτυχε τελικά ευθυγραμμιζόμενη με τους ξένους εταίρους της, να αποτρέψει τις αλλαγές στην οικονομική δομή της χώρας, αντί να τις ενθαρρύνει, στρέφοντάς τις προς μια επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο ισχυρότερος μοχλός της εθνικής οικονομίας έμεινε έτσι ανενεργός σε μια περίοδο που συγκεντρώνονταν οι ευνοϊκότερες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τη μεταβολή της οικονομικής διάρθρωσης προς όφελος της βιομηχανίας».
Συνηθισμένες οι συγχωνεύσεις στις τρικυμίες
Η συγχώνευση, η απορρόφηση, η εξαγορά ή όπως αλλιώς ονομαστεί της Εθνικής Τράπεζας, με κάποια άλλη μεγάλη τράπεζα, όπως σήμερα με την Eurobank, δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Ρίχνοντας απλώς μια ματιά στη μακρά ιστορία της ΕΤΕ και ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλων οικονομικών κρίσεων, οι συγχωνεύσεις φαντάζουν σαν κοινός τόπος. Έτσι, για παράδειγμα:
  • Η ΕΤΕ, μετά τη χρεοκοπία του 1893, κινδύνευσε να πωληθεί σε ξένους κεφαλαιούχους. Το επιχείρησε το 1893 η κυβέρνηση Σωτηρόπουλου, με πρόσχημα την «αναδιοργάνωσή» της.
  • Η μεταβίβαση ματαιώθηκε και είχε εντελώς διαφορετική κατάληξη η υπόθεση. Η ΕΤΕ συγχώνευσε το 1898 την Προνομιούχο Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας. Έτσι, απόκτησε και το εκδοτικό προνόμιο στη Θεσσαλία και τη Νότια Ήπειρο.
  • Κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού συγχωνεύεται (1917) με την Τράπεζα Κρήτης. Η τελευταία είχε ιδρυθεί το 1899 στα Χανιά, κυρίως με κεφάλαια της ΕΤΕ. Εντάσσει τα υποκαταστήματα στο δυναμικό της, ενώ αποκτά και το εκδοτικό προνόμιο στο νησί, που είχε μέχρι τότε η Κρήτη.
  • Στο αποκορύφωμα της κρίσης του 1929 ? 1932 συγχωνεύεται με την Τράπεζα Ανατολής. Εντάσσει τα υποκαταστήματα της τελευταίας στο δίκτυό της και επεκτείνεται έτσι στην Αίγυπτο, όπου υπάρχει ακόμη ελληνικό ενδιαφέρον. Την ίδια περίοδο ενισχύει σημαντικά τη διείσδυσή της και σ΄ άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες τράπεζες, με διάφορους τρόπους.
Στην ίδια κατηγορία και η συγχώνευση με την Τράπεζα Αθηνών στις αρχές του 1953, λίγες βδομάδες πριν από την υποτίμηση της δραχμής.
 Του Τάκη Κατσιμάρδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου