Με την απόφαση του Εurogroup της 15ης Μαρτίου το Βερολίνο
επιχείρησε να πετύχει το «τέλειο έγκλημα», να συρρικνώσει τον τραπεζικό
τομέα της Κύπρου και ταυτόχρονα να φορτώσει στους καταθέτες το βάρος
μελλοντικών διασώσεων τραπεζών χωρών της ευρωζώνης.
Τον πρώτο στόχο τον πέτυχε, για τον δεύτερο το «παλεύει», αλλά δεν
είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρει, λόγω των εντονότατων αντιδράσεων
χωρών, κυβερνήσεων, θεσμικών οργάνων, αλλά και των αγορών.
Τα όσα μεσολάβησαν με την κυπριακή κρίση αναδεικνύουν την
παρασκηνιακή μάχη που εξελίσσεται σήμερα για τη μορφή που θα έχει η
ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια. Από τη μία η πλειονότητα, που πιστεύει ότι
το οικοδόμημα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την αλληλεγγύη μεταξύ των
χωρών-μελών, ενώ, από την άλλη, ο Βορράς, με επικεφαλής τη Γερμανία, που
θεωρεί ότι μπορεί να επωφελείται χωρίς να βάζει πλάτη στα δύσκολα.
Το σχέδιο, όμως, των Γερμανών δεν περιοριζόταν μόνο στη διάλυση του
τραπεζικού τομέα της
Κύπρου αλλά μέσω του απολύτως ελεγχόμενου από
αυτούς προέδρου του Εurogroup, Ολλανδού υπουργού Οικονομικών, Γερούν
Ντάισελμπλουμ, επιχείρησαν να μετατρέψουν σε γενικευμένη «συνταγή» την
απόφαση για την Κύπρο.
Σε ρόλο… λαγού, ο κ. Ντάισελμπλουμ δήλωσε το βράδυ της απόφασης του
Εurogroup ότι η λύση για την Κύπρο ανοίγει νέους δρόμους και θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο για άλλες χώρες.
Η δήλωση αυτή έχει άμεση σχέση με τις συζητήσεις που γίνονται αυτή τη
στιγμή σε επίπεδο ευρωζώνης για την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση. Ήδη,
η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη και μόλις ολοκληρωθεί νομοθετικά τους
επόμενους μήνες, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), δηλαδή το
ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης, θα μπορεί να ανακεφαλαιώνει απευθείας τις
τράπεζες που θα βρίσκονται σε καθεστώς εξυγίανσης, χωρίς τα δάνεια να
επιβαρύνουν, όπως σήμερα, το δημόσιο χρέος των χωρών-μελών. Μάλιστα,
υπάρχει και καταρχήν δέσμευση στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο από τη Σύνοδο
Κορυφής τον Ιούνιο του 2012.
Ωστόσο, οι Γερμανοί, κάνοντας δεύτερες σκέψεις, φαίνεται ότι έχουν
αλλάξει γνώμη και με τη συνδρομή των Ολλανδών και των Φινλανδών
επιχειρούν να απεγκλωβιστούν από αυτή τη δέσμευση και η ευκαιρία τους
δόθηκε με την απόφαση για την Κύπρο, μέσω της οποίας θέλουν να
δημιουργήσουν προηγούμενο, εμπλέκοντας τους μεγάλους καταθέτες. Κι αν το
πετύχουν, τίποτα δεν θα τους εμποδίσει αύριο να ζητούν κούρεμα
καταθέσεων όχι μόνο για τις διασώσεις τραπεζών, αλλά και χωρών. Με τον
τρόπο αυτό, και με μηδενικό κόστος για τους ίδιους, οι Γερμανοί θέλουν
να αφήσουν τους «αδύναμους κρίκους» να επιλύουν τα προβλήματά τους με
εσωτερικές διαδικασίες, δηλαδή κουρέματα.
Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν μετά τη δήλωση Ντάισελμπλουμ ήταν
μεγάλες και προήλθαν από πολλές κατευθύνσεις, δηλαδή κυβερνήσεις και μη
μνημονιακών χωρών, όπως η γαλλική, και κυρίως από πολλούς Ευρωπαίους
αξιωματούχους. Όλοι χαρακτήρισαν την περίπτωση της Κύπρου μοναδική, η
οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο.
Ενώπιον των αντιδράσεων υποχρεώθηκε σε μερική αναδίπλωση και το
Βερολίνο, αναφέροντας κι αυτό ως «μοναδική» την περίπτωση της Κύπρου.
Οι Γερμανοί στην παρούσα φάση θα ρίξουν τους τόνους λόγω των
αντιδράσεων που προκλήθηκαν, ωστόσο, επειδή γενικά δεν εγκαταλείπουν
εύκολα το στόχο τους, θεωρείται βέβαιο ότι θα επανέλθουν όταν κρίνουν
ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή.
Συρρίκνωση του ΑΕΠ της Κύπρου έως και 25% την επόμενη τριετία
Είναι προφανές ότι η απόφαση του Εurogroup δεν συρρικνώνει μόνο το
χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου, αλλά το σύνολο της οικονομίας, τις
επιχειρήσεις, το κράτος και τους πολίτες. Η Κύπρος θα γνωρίσει μια
πρωτοφανή σε σφοδρότητα ύφεση τα επόμενα χρόνια.
Στην έδρα της Κομισιόν εκτιμούν ότι τους επόμενους 12 μήνες το
κυπριακό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες και σε ορίζοντα
2-3 ετών 20 με 25 μονάδες. Κι αυτό γιατί η πτώση του χρηματοπιστωτικού
τομέα, που αποτελούσε μαζί με τον τουρισμό τους βασικούς πυλώνες της
κυπριακής οικονομίας, θα παρασύρει και τις κυπριακές επιχειρήσεις, οι
οποίες πλήττονται διπλά, από τη μία, με το κούρεμα των διαθεσίμων τους
και, από την άλλη, από τη συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης.
Το Μνημόνιο, που θα υπογράψει η κυπριακή κυβέρνηση με την τρόικα στα
μέσα Απριλίου, θα πλήξει καίρια τα νοικοκυριά, τα οποία έχουν ήδη
υποστεί ένα πρώτο «πακέτο» μέτρων λιτότητας τον περασμένο Νοέμβριο με
μειώσεις μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών και αύξηση της έμμεσης
φορολογίας. Τώρα θα έρθει και νέο «πακέτο» μέτρων.
Η ανεργία, που τον Ιανουάριο ανερχόταν στο 15% του ενεργού πληθυσμού,
θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχίζει να αυξάνεται με ελληνικούς ρυθμούς
τους επόμενους μήνες, φτάνοντας τα επίπεδα της χώρας μας. Επιπλέον, η
Λευκωσία δεν μπορεί να ποντάρει, όπως η Ελλάδα, σε κοινοτικά κονδύλια,
γιατί μέχρι πρότινος ανήκε στο κλαμπ των πλουσίων της Ε.Ε., με
αποτέλεσμα οι χρηματοδοτήσεις που λαμβάνει από τα διαρθρωτικά ταμεία να
είναι ασήμαντες.
Αυτός θα είναι ο «λογαριασμός» για την Κύπρο από την απόφαση της 15ης
Μαρτίου, ωστόσο η εναλλακτική θα ήταν η χρεοκοπία, η έξοδος από το ευρώ
και η οικονομική καταστροφής της χώρας και του λαού της. Απλώς, η θέση
της Κύπρου εντός της ευρωζώνης θα ήταν σήμερα καλύτερη εάν δεν είχαν
γίνει ολέθρια λάθη από την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία παρακολουθούσε
επί 18 μήνες τις τράπεζες να καταρρέουν και τις άφηνε να συνεχίζουν να
δανείζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μόνο η Λαϊκή έλαβε από
την ΕΚΤ 9,2 δισ. ευρώ σε ρευστότητα.
Νίκος Μπέλλος, στον “Τύπο της Κυριακής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου