Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η πρόταση μομφής, η ρελάνς και οι διερευνητικές εντολές!


Σε στάση αναμονής εν όψει της αυριανής σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών στο Μαξίμου, η οποία αναμένεται να καθορίσει και τις εξελίξεις, βρίσκεται η Βουλή. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και η κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το κλείσιμο της ΕΡΤ, με δεδομένη μάλιστα τη ρητή συνταγματική επιταγή ότι η κυβέρνηση πρέπει συνεχώς να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, στάθηκαν αρκετά ώστε να κάνουν πολλούς να αναζητήσουν τα θεσμικά σενάρια που ισχύουν σε αυτές τις περιπτώσεις. Ηδη από την προηγούμενη Τρίτη, οπότε και έπεσε μαύρο στην ΕΡΤ, τα σενάρια που κατέκλυσαν τη Βουλή ήταν δύο. Θα καταθέσει η αντιπολίτευση πρόταση δυσπιστίας ή ο Αντώνης Σαμαράς θα κάνει ρελάνς ενεργοποιώντας τον άσο που κατά κανόνα «βγαίνει» στους πρωθυπουργούς και δεν είναι άλλος από την ψήφο εμπιστοσύνης;

Η πρώτη απόπειρα για πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης πάντως έπεσε στο κενό. Την πρόταση έριξε το πρωί της Τετάρτης στο τραπέζι ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος, παρά το γεγονός ότι το κόμμα του διαθέτει μόλις 18 βουλευτές, ενώ το Σύνταγμα απαιτεί τουλάχιστον
50 υπογραφές. Με δεδομένο ότι δεν έφταναν ούτε οι 18 βουλευτές της Χρυσής Αυγής, ενώ και το ΚΚΕ δεν ήταν διατεθειμένο να συμπράξει, ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει πράξη την προφορική και άτυπη πρόταση μομφής των ΑΝ.ΕΛ. ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ των 71 βουλευτών. Η Κουμουνδούρου, ωστόσο, έδειξε ότι όχι απλά δεν θέλει τις εκλογές, αλλά ότι τις τρέμει, και έστριψε διά του αρραβώνος, με τον Π. Λαφαζάνη να υποστηρίζει ότι «η κυβέρνηση δεν διαθέτει τη δεδηλωμένη στον λαό».

Το απόγευμα της ίδιας μέρας πάντως η έντονη διαφωνία από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜ.ΑΡ. για το κλείσιμο της ΕΡΤ φούντωσε άλλο ένα σενάριο: τη ρελάνς του Αντώνη Σαμαρά για πρόταση εμπιστοσύνης, ο οποίος θα έριχνε το γάντι για πτώση της κυβέρνησης στους κυβερνητικούς εταίρους. Ας δούμε ωστόσο τι προβλέπει για όλα αυτά το Σύνταγμα.

Εσφαλμένα ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι, αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ή αντιστρόφως εγκριθεί η πρόταση μομφής, η χώρα οδηγείται αυτομάτως σε εκλογές. Δεν είναι έτσι. Εκλογές υπάρχουν, αλλά μόνο στο τελικό στάδιο και με την προϋπόθεση να αποβούν άκαρπες οι διερευνητικές εντολές σχηματισμού κυβέρνησης.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η κυβέρνηση οφείλει συνεχώς να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η πρώτη ψήφος εμπιστοσύνης είναι υποχρεωτική και ζητείται από τον κυβέρνηση μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού, ωστόσο η κυβέρνηση μπορεί είτε με γραπτή είτε με δημόσια δήλωση του πρωθυπουργού να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η συζήτηση αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης και δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της. H ψηφοφορία διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για 48 ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 120 βουλευτές. Για παράδειγμα, μπορεί να γίνει αποδεκτή και με 131 «ΝΑΙ», με την προϋπόθεση όμως να μην ψηφίσουν περισσότεροι από 260 βουλευτές.

Από την άλλη, στη φαρέτρα της αντιπολίτευσης υπάρχει η πρόταση δυσπιστίας, η οποία, αν υπερψηφιστεί, σημαίνει και απόσυρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση. Εν αντιθέσει με την ψήφο εμπιστοσύνης, η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151, ανεξαρτήτως του αριθμού των ψηφισάντων. Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας, ωστόσο δεν υπάρχει ανάλογος περιορισμός μεταξύ ψήφου εμπιστοσύνης και πρότασης δυσπιστίας.

H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών (50) και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Kατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογεγραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151). H συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας αρχίζει και αυτή μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία και αυτή δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.

Αν πάντως η έγκριση ψήφου εμπιστοσύνης ή η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας οδηγεί τα πράγματα στην προτεραία κατάσταση, το αντίστροφο αποτέλεσμα, δηλαδή απώλεια της δεδηλωμένης, οδηγεί σε θρίλερ, όχι όμως απαραίτητα σε εκλογές. Αυτομάτως με την απώλεια της δεδηλωμένης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της και κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών, με τη διαδικασία να είναι ακριβώς η ίδια που βίωσε η χώρα τους περασμένους Μάιο και Ιούνιο, με τις διερευνητικές του Μαΐου να καταλήγουν άκαρπες, ενώ αυτές του Ιουνίου να οδηγούν στην τρικομματική κυβέρνηση. Κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί το πολύ τρεις ημέρες και μπορεί να φτάσει μέχρι και το τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα.

Με βάση το άρθρο 37 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την πρώτη διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στο πρώτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο, αν υποτεθεί ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής, φαντάζει αδύνατο η Νέα Δημοκρατία να λάβει τη διερευνητική, καθώς θα μοιάζει άνευ ουσίας για ένα κόμμα 125 βουλευτών, το οποίο θα έχει μείνει μόνο του. Ακολούθως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δώσει τις διερευνητικές κατά σειρά σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, τα οποία θα πρέπει και αυτά σε τρεις ημέρες το καθένα να προσπαθήσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Από εκεί και πέρα, αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση νέας αποτυχίας, αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου -πέρυσι ήταν ο κ. Πικραμένος- ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η προεκλογική περίοδος αρχίζει την ημέρα που θα θυροκολληθεί στη Βουλή το διάταγμα διάλυσής της. Οι εκλογές θα πρέπει υποχρεωτικά να διεξαχθούν εντός 30 ημερών, οι οριζόμενες από το Σύνταγμα προθεσμίες ωστόσο δείχνουν ότι δεν μπορούν να διεξαχθούν πριν να περάσουν 21 ημέρες από τη διάλυση της Βουλής. Από εκεί και πέρα αρχίζει επίσημα η προεκλογική περίοδος και τρέχουν οι -ενδιαφέρουσες- προθεσμίες τις οποίες το Σύνταγμα και η εκλογική νομοθεσία ορίζουν με ακρίβεια ημέρας.


Στον Αρειο Πάγο

Η δήλωση, με την οποία καταρτίζεται ο συνδυασμός, επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το αργότερο 13 ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Τη 14η ημέρα το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου ανακηρύσσει σε δημόσια συνεδρίαση τους εκλογικούς συνδυασμούς, όπως αυτοί δηλώθηκαν από τα κόμματα. Το αργότερο εννέα ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου τα κόμματα με γραπτή δήλωση του αρχηγού προς τον πρόεδρο της Βουλής και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πρέπει να γνωστοποιήσουν την προσωνυμία και το έμβλημα του κόμματος ή του συνασπισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου