Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

«Χρήσιμοι ηλίθιοι» και δολοφόνοι για φίλημα

Το «μανιφέστο» των τεσσάρων ενόπλων ληστών της Κοζάνης βάζει πολλά πράγματα στην θέση τους. Κυρίως και πρωτίστως όσον αφορά το κομμάτι αυτό της κοινωνίας το οποίο επιμένει να διακρίνει μόνο «κρατική βία» σε αυτήν την ιστορία, «κρατική βία» απέναντι σε «αναρχικούς» και «νεαρούς»

Οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, δεν έχουν εισβάλει στην επικαιρότητα και δεν πρόκειται να δικαστούν επειδή είναι… αναρχικοί ή νεαροί, αλλά επειδή τυγχάνουν ένοπλοι ληστές, και ως εκ τούτου αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί ο κυρίως χαρακτηρισμός τους σε πολλά ΜΜΕ και στην συνείδηση αρκετών προκύπτει από τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις ή την βιολογική τους ηλικία και όχι από τους λόγους για τους οποίους εξ αρχής συζητάμε γι’ αυτούς.

Ξεκαθαρίσαμε σε προηγούμενο κείμενο το ότι οι θεσμοί πρέπει να λειτουργούν ως θεσμοί και ότι δεν νοείται καμία αβαρία σε αυτό. Επίσης, η αστυνομία δεν ρυθμίζει φυσικά τους χειρισμούς της αναλογικά και συγκριτικά με τις μεθόδους των παρανόμων. 

Από ‘κει και πέρα, σε σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας κυριαρχεί μια ακατάσχετη συμπάθεια στους ένοπλους ληστές, μια διάθεση να προστατευθούν εκείνοι από την «άδικη αγριάδα» του κράτους και της αστυνομίας, κάτι που προωθήθηκε δια της αμφισημίας από την αξιωματική αντιπολίτευση του τόπου. 

Αυτό συνιστά όμως παράνοια, κάτι που υπογραμμίζεται με τον καλύτερο τρόπο με το ίδιο το κείμενο των ληστών.

Σχολιάζοντας την επιστολή τους δεν ασκούμε κριτική στους ίδιους, στα συγκεκριμένα τέσσερα πρόσωπα. Αυτοί έκαναν τις επιλογές τους και θα έχουν κάποιες δεκαετίες για να τις ξανασκεφθούν στις φυλακές, ορθώς και δικαίως αποκλεισμένοι από το κοινωνικό γεγονός. 

Το τί λένε μας αφορά ελάχιστα: βρίσκονται κατ’ ουσίαν ήδη στην φυλακή. 

Με το κείμενό τους ασκούμε κριτική σε όλους αυτούς τους «συμπαθούντες» που ξεπήδησαν από το πουθενά, οι οποίοι σε αυτήν την ιστορία βλέπουν μόνο τέσσερα νεανικά προσωπάκια στραπατσαρισμένα από το «κακό κράτος». 

Πόνεσε το κεφάλι μας ακούγοντας επιχειρηματολογίες για το κατά πόσον τα καλάσνικωφ ήταν… διακοσμητικά, αφού στην πραγματικότητα οι ληστές είχαν… αγνούς σκοπούς και ούτως ή άλλως δεν θα τα χρησιμοποιούσαν.  

Ευτυχώς έρχονται οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές να διαψεύσουν πανηγυρικά τους «χρησίμους ηλιθίους» τους. Στο κείμενό τους, η σφαίρα, η βία, ο θάνατος του εργαζόμενου σε τράπεζα και του αστυνομικού εκφράζεται σαφέστατα ως πόθος που λόγω τυχαιότητας δεν εκπληρώθηκε όπως θα έπρεπε.
Σε αυτό το κείμενο, οι ένοπλοι ληστές ξεκαθαρίζουν ενυπογράφως και επανειλημμένως τις δολοφονικές τους προθέσεις: οι αστυνομικοί και οι εργαζόμενοι στις τράπεζες είναι για σκότωμα, το ότι δεν καταφέραμε να τους δολοφονήσουμε συνιστά αποτυχία δική μας. 

Το «κλου» της υπόθεσης είναι το πώς παρουσιάζεται η απροθυμία να θανατωθεί και ο όμηρος ως… ανθρωπιστικά αισθήματα, αξιακός κώδικας: 

«Προφανώς δε διανοηθήκαμε στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όμηρο ως ανθρώπινη ασπίδα (δεν θα είχαμε π.χ. πρόβλημα αν είχαμε τον διευθυντή μίας τράπεζας), άλλωστε η αστυνομία δε γνώριζε την ύπαρξή του. Εν τέλει, λειτούργησε ως ανθρώπινη ασπίδα για τους μπάτσους εν αγνοία τους, καθώς αποτέλεσε την αιτία που δε χρησιμοποιήσαμε τα όπλα μας για να απεμπλακούμε. Γιατί η συνείδησή μας και ο αξιακός μας κώδικας δε μας επιτρέπουν να ρισκάρουμε τη ζωή ενός τυχαίου ανθρώπου που βρέθηκε μαζί μας παρά τη θέλησή του». 
«Στο σημείο αυτό θέλουμε να καταστήσουμε σαφές, ότι τα όπλα δεν τα είχαμε για εκφοβισμό, αλλά ως εργαλείο σε περίπτωση συμπλοκής μας με μπάτσους. Άρα, λοιπόν, ο λόγος που τελικά δεν πράξαμε όπως αναλογούσε, ώστε να διαφύγουμε, ήταν μία συνθήκη στην οποία βρεθήκαμε από λανθασμένο χειρισμό». 
«Επιδιώκουμε τη διάδοση των προταγμάτων μας και των πρακτικών μας και θα το παλέψουμε μέχρι την τελευταία μας λέξη, μέχρι την τελευταία μας σφαίρα». 

 Ό,τι ποθούν «κατακτιέται μόνο με βία», αλλά την… ανθρωπιστική βία των «εκτελέσεων», της αφαίρεσης ανθρώπινων ζωών χωρίς σαδιστικούς βασανισμούς: 

«Εμείς, φυσικά, σαν αναρχικοί, αρνούμαστε να χρησιμοποιήσουμε μεθόδους βασανισμού απέναντι στους εχθρούς μας και προτάσσουμε την αξιοπρεπή πρακτική των πολιτικών «εκτελέσεων», καθώς δε θέλουμε να αναπαράγουμε τη σαπίλα του κόσμου τους αλλά να την εξοντώσουμε». 

Τώρα, πώς εξοντώνεται η σαπίλα του κόσμου σκορπίζοντας των θάνατο, ο Θεός και η ψυχή τους… 

Γι’ αυτούς, η σαπίλα του κόσμου έχει «όνομα και διεύθυνση»: είναι οι γλίσχρα μισθωτοί της ευταξίας της συλλογικής μας συνύπαρξης, οι αστυνομικοί, καθώς και οι εργαζόμενοι στις τράπεζες και γενικά όποιος δεν τους γεμίζει το μάτι και ανήκει στους κακούς του βιντεοπαιχνιδιού. 

Κρίνουν ότι η ανθρώπινη ζωή του δεν έχει αξία, και πάει τέλειωσε. Bang bang, he shot me down, bang bang, I hit the ground, Βόρεια Προάστια, Μίσος για Ελευθερία και τα μυαλά στο μπλέντερ.
«Θεωρούμε αυτονόητο πως ανάμεσα σε εμάς και το σύστημα υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή που αποτυπώνει τον πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων. Τον κόσμο της κυριαρχίας, της καταπίεσης και της υποδούλωσης και τον κόσμο της ελευθερίας που δημιουργούμε και κρατάμε ζωντανό μέσα από την αδιάκοπη πάλη με την εξουσία». «Μέχρι την προμήθεια εκρηκτικών για να τινάξουμε στον αέρα την κοινωνική ειρήνη». 

Το ακόρεστο μίσος δεν διαφυλάσσεται για κάποιους λίγους και συγκεκριμένους «δυνάστες», αλλά απευθύνεται σε όλην την οργανωμένη κοινωνία, την συλλογική μας συνύπαρξη: αυτή είναι ο «εχθρός», ο κόσμος της καταπίεσης, και εκείνοι είναι οι «ελευθερωτές». 

Γιατί; Επειδή έτσι αποφάσισαν.

Δεν ξέρω τί ελευθερία είναι αυτή, που ορίζει το αν η ανθρώπινη ζωή έχει αξία επί τη βάσει του επαγγέλματος, που θέλει να «τινάξει με εκρηκτικά την κοινωνική ειρήνη», που εκφράζεται μόνο ως ακόρεστο μίσος, θάνατος, αίμα, σφαίρα «για έναν καλύτερο κόσμο», αλλά εγώ δηλώνω υπευθύνως και ενυπογράφως ότι θέλω να παραμείνω ανελεύθερος.

Ξαναλέμε: όλα αυτά δεν τα διατυπώνουμε για να σχολιάσουμε τους τέσσερις συλληφθέντες, ποσώς μας ενδιαφέρουν καθ’ όσον έχουν ήδη συλληφθεί, αλλά μήπως και έλθουν εις επίγνωσιν όλοι οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» (terminus technicus, άρα χωρίς παρεξήγηση) που εξακολουθούν να τους υποστηρίζουν απέναντι στην «βία του κράτους». 

Νισάφι πια με αυτήν την παράνοια!  

Η αυτοπροστασία της οργανωμένης κοινωνίας έχει μηδενική αξία για όλους αυτούς; 

Ή δεν τους αφορά διότι δεν υπηρετούν οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους την συλλογική μας ευταξία/αστυνομία, διότι δεν ασκούν προσωρινώς κανένα από τα επαγγέλματα «για σκότωμα»; 

Πόσες φορές οι ίδιοι άνθρωποι δεν θα επανέλαβαν για άλλα ζητήματα το ποιήμα του Martin Niemöller (συχνά αποδίδεται στον Μπρεχτ) που καταλήγει «Και όταν ήρθαν να πιάσουν εμένα, δεν υπήρχε πλέον κανείς να μιλήσει»; Όταν πρόκειται για τους μπάτσους-γουρούνια-δολοφόνους, το ξεχνούν σε μια στιγμή.

Αξιομνημόνευτη είναι και η αναφορά των ιδεολογικοποιημένων ληστών στον ΣΥΡΙΖΑ. 

Δεν επικεντρωνόμαστε τόσο στο ότι τον θεωρούν ρητώς «κομμάτι του συστήματος», αλλά στο ότι αναγνωρίζουν οι ίδιοι τις ανακοινώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως «φιλικές» προς αυτούς, για να τις αποταχθούν στη συνέχεια: 

«Περιττό να αναφερθούμε σε δημοσιογράφους, το ΣΥΡΙΖΑ και λοιπά κομμάτια του συστήματος που με «φιλικές» ανακοινώσεις προς εμάς επιχειρούν να επαναπροσεγγίσουν όσες συνειδήσεις ξεκινούν να αποκλίνουν από τις νόρμες, εξυπηρετώντας έτσι τη σταθεροποίηση του καθεστώτος». 

Ας το εμπεδώσουν όσοι σχολιογράφοι της εδώ ιστοσελίδας θεώρησαν ιδιοτελή και «παραταξιακή» την επίρριψη ευθυνών υποστηρίξεως δια της αμφισημίας στην αξιωματική αντιπολίτευση: την υποστήριξη αυτή την αναγνωρίζουν οι ίδιοι οι ένοπλοι τρομοκράτες ενυπογράφως! Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων;

Ελπίζω να καταλάβουν επιτέλους οι ακατασχέτως συμπαθούντες τους επιδόξους δολοφόνους ότι κανείς τους δεν είναι «ένας από εμάς». 

Όπως πολύ σωστά γράφουν οι ίδιοι οι ενυπογράφως επίδοξοι δολοφόνοι, «υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή που αποτυπώνει τον πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων»: ενός κόσμου που έχει οργανωθεί σε συλλογικότητα και συνύπαρξη μεταξύ άλλων και για να μην μπορεί ο καθένας να πάρει την ζωή συνανθρώπων του κατά βούληση, από ιδεολογικό καπρίτσιο ή επι τη βάσει του επαγγέλματός του ή της ιδεολογίας του, και ενός κόσμου που προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό, στο όνομα κάποιας νεφελώδους «ελευθερίας» που μοιάζει πολύ πιο δικτατορική από τα πιο σκληρά καθεστώτα. 

Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως είμαι με τους πρώτους.

Αστυάναξ Καυσοκαλυβίτης
 http://www.antinews.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου