Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Το κουτσαβάκι και ο Μπαϊρακτάρης

Υπάρχουν πολιτικοί που όταν τους βλέπεις στο «γυαλί» σε αγχώνουν. 

Το πιο χτυπητό παράδειγμα ήταν ο ΓΑΠ. Κάθε φορά που τον έβλεπα στην τηλεόραση, με έπιανε κρίση πανικού. Θα τελειώσει την φράση; Θα την βρει την λέξη που έχασε – ξέχασε; Θα χτυπήσει κατά λάθος το μικρόφωνο; Θα ρίξει το ποτήρι με το νερό; Θα την αμολήσει την κοτσάνα; 

Υπάρχουν άλλοι, που όταν τους βλέπεις, σου έρχεται τρέλα. 
Ρε συ, σκέφτεσαι μέσα σου, αυτός με κοροϊδεύει και το απολαμβάνει. Μασάει τα ψέματα σαν στραγάλια. Πλάθει τις λέξεις σαν τα κουλουράκια. Το άσπρο το βάφει μαύρο με φούμο από την πίπα του. Ξέρει τι θέλω να ακούσω και το λέει, χωρίς να κοκκινίζει επειδή εννοεί το αντίθετο ακριβώς. Κάποια στιγμή, σταματάς να τους ακούς. Κλείνεις τον ήχο και αφήνεσαι στην θαλπωρή του βλέμματος που προσπαθεί να σε σαγηνέψει. 

Τέτοιος ήταν ο Ανδρέας και χειρότερος όπως μου λέει ο πατέρας μου (εγώ δεν τον πρόλαβα) ο πατέρας του Γεώργιος, περιττεύει να αναφέρω εδώ τον πάγιο χαρακτηρισμό που του επιφυλάσσει ο δικός μου πατέρας κάθε φορά που τον αναφέρει.

Όταν έβλεπα στην τηλεόραση τον ΚΚ τον «μεγάλο» αισθανόμουν σιγουριά. Πρώτα – πρώτα ότι αυτό που μου λέει είναι ότι πιο κοντά στην αλήθεια μπορεί να μου πει και μετά, ότι «η μπάλα είναι στα σωστά πόδια». Όπως όταν την παίρνει στα πόδια του ο Μέσι και ξέρεις ότι γνωρίζει καλά τι θα την κάνει και πως θα την «καρφώσει στο πλεχτό». 

Αντίθετα, με τον ΚΚ τον «μικρό» η σιγουριά πήγαινε περίπατο. Ήξερες ότι την μπάλα θα την παιδέψει, θα την ζαλίσει, θα την πιλατέψει και στο τέλος, θα βγει μαζί της άουτ.

Ο Σαμαράς όταν τον βλέπεις στο «γυαλί», σου μεταδίνει μια αίσθηση οικειότητας. Λες και θα σε χτυπήσει παρήγορα στον ώμο και θα σκύψει να ακούσει το πρόβλημά σου. Εκεί που σκύβει λιγάκι το κεφάλι μπροστά όταν παθιάζεται, λες μέσα σου, τώρα θα στραφεί και θα με προσκαλέσει για κανα κρασάκι. Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να κάθεται μαζί του σε μια καφετέρια, σε μια ταβέρνα και να σε ρωτάει τι κάνει η κυρά και τα παιδιά. 



Τον Τσίπρα είναι αλήθεια δεν το είχα δει συχνά στην τηλεόραση παλιότερα. Κι αν τον έδειχναν, άλλαζα κανάλι. Ίσως επειδή ήξερα εκ των προτέρων τι θα έλεγε. Και πως ακριβώς θα το έλεγε. Επίπεδη φωνή, διστακτική άρθρωση, φτωχό λεξιλόγιο, στατικό βλέμμα γεμάτο επαναστατικές προσδοκίες. Προτιμούσες να ακούς τον Μπάμπη ή τον Πορτοσάλτε που έσκαγαν πότε – πότε και κανένα σκοτσέζικο χαμόγελο. 

Μετά την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, είδαμε έναν άλλον Τσίπρα στην τηλεόραση. Έναν πραγματικό Τσιπ-μάγκα. 

Το βλέμμα αγριεμένο, το κεφάλι ιταμώς ανασηκωμένο, η φωνή επιτηδευμένα βαριά, οι λέξεις μακρόσυρτες, δήθεν «χρωματισμένες», το περιεχόμενο προβοκατόρικο, επιθετικό και ανέμελα προσβλητικό, η στάση ντεμέκ άνετη, σχεδόν κραυγάζουσα ανυπομονησία. 

Αν του προσθέσεις έναν λεπτό μύστακα, του βγάλεις το δεξί μανίκι από το σακάκι και του φορέσεις μια μαύρη «ρεπούμπλικα» με φαρδιά κορδέλα (η περίφημη θλίψη ή «χλίψη»), έχεις ένα σκέτο κουτσαβάκι του 1900, που αγορεύει στην «πιάτσα» με τα αλάνια μαζεμένα γύρω του.

Αγανακτώ που πολλοί παρομοιάζουν τον Αλέξη Τσίπρα με τον Ανδρέα. Όχι γιατί τρέφω οποιαδήποτε συμπάθεια για τον πρώην Πρωθυπουργό αλλά γιατί είναι σα να συγκρίνει κανείς τον Αλ Καπόνε με κανέναν περιθωριακό του Ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου. 


Ο ένας ήταν sui generis πολιτικός με χιλιάδες πατέντες και εντελώς προσωπικό και αμίμητο στυλ, ο άλλος, wannabe επίγονος, ένα κακέκτυπο πολιτικού μάγκα της πάλαι ποτέ αριστερόστροφης πολιτικής πιάτσας, που στηρίζεται σε «επαναστατικά» πολιτικά μειράκια που θα σκορπίσουν σαν τα παιδιά του λαγού άμα εμφανιστεί ο (αυθεντικός) Μπαϊρακτάρης με την ψαλίδα του κι αρχίσει να κόβει «μανίκια» και «μουστάκια».
Akenaton
http://www.antinews.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου