Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

«Κλειδώνει» η επαναγορά ομολόγων - Πάλι διαψεύσθηκαν οι παπαγάλοι της καταστροφής


Δεδομένη πρέπει να θεωρείται η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών, τουλάχιστον των τεσσάρων μεγαλύτερων, στη διαδικασία επαναγοράς ομολόγων προκειμένου να μειωθεί το χρέος μέχρι και κατά 20 δισ. ευρώ. 

Παρά τις ενστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα διοικητικά συμβούλιά τους που θα συνεδριάσουν τα επόμενα 24ωρα δεν θα αρνηθούν στη χώρα την ευκαιρία να «ανασάνει» από μέρος του χρέους, αναμένοντας κάποιες διευκολύνσεις από πλευράς κυβέρνησης στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης. 

Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Nomura σε έκθεσή της με ημερομηνία 30
Νοεμβρίου ότι οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν ομόλογα αξίας σχεδόν 15 δισ. ευρώ και «η εκτίμησή μας είναι ότι στην επαναγορά θα μετέχουν εν τέλει με 15 δισ. ευρώ».

Το προεδρείο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών που συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ανέπτυξε διεξοδικά τα «αγκάθια» της διαδικασίας και παρουσίασε τα προβλήματα για τα πιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τις ζημίες που μπορεί να εγγράψουν από την πώληση των ομολόγων, την παραίτηση από μελλοντικές υπεραξίες, καθώς αυξάνονται οι προσδοκίες ότι οι τιμές των ομολόγων θα βαίνουν ανοδικά τα επόμενα χρόνια και, τέλος, την απώλεια τόκων από τα ομόλογα, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 4 δισ. ευρώ.

Μπορεί η συνάντηση να μην ήταν θριαμβευτική, αλλά οι τραπεζίτες δεν έφυγαν με άδεια χέρια. Περιθώρια διαπραγματεύσεων για τους όρους της ανακεφαλαιοποίησης δεν υπάρχουν, καθώς η υπουργική απόφαση είναι δεδομένη και εγκεκριμένη από την Τρόικα, ωστόσο φαίνεται ότι κέρδισαν το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου που μπορεί να «ελαφρύνει» τις κεφαλαιακές ανάγκες τους κατά 4 δισ. ευρώ, όσα εκτιμάται ότι θα χάσουν και από τόκους ομολόγων την επόμενη 30ετία.


Ο Γ. Στουρνάρας απάντησε θετικά στο αίτημα των τραπεζών να αναγνωριστεί πλήρως ο αναβαλλόμενος φόρος στα εποπτικά κεφάλαια, αρκεί να γίνει δεκτή η διευκόλυνση από την Τρόικα, ωστόσο η τελική έγκριση θα πρέπει να έρθει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο αναβαλλόμενος φόρος δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να συμψηφίζουν τη ζημία από το PSI+, και πιθανώς τη ζημία από την επικείμενη επαναγορά, με φόρο που αναλογεί στα κέρδη όχι πλέον της μητρικής αλλά του ομίλου (group taxation). Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει στην Τράπεζα της Ελλάδος να αναγνωρίσει με τη σειρά της το σύνολο του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. Ο συμψηφισμός του αναβαλλόμενου φόρου θα γίνει σε ίσες δόσεις και έως 30 ετήσιες, όσα και τα οικονομικά έτη που μεσολαβούν μέχρι τη λήξη των νέων ομολόγων.

Οι τράπεζες έχουν ήδη αναγνωρίσει τον αναβαλλόμενο φόρο, άλλες στο σύνολό του όπως η Πειραιώς και η Alpha και άλλες μερικώς όπως η Εθνική. Αυτό το έπραξαν προτού λάβουν τις βεβαιώσεις από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να ανεβάσουν το δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειάς τους στο 8%.

Η κυβέρνηση, πάντως, γνωρίζοντας εξαρχής την αρνητική στάση όχι μόνο της Τρόικας, αλλά πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν είναι διατεθειμένη να συζητήσει το έτερο αίτημα των τραπεζών που αφορά στη δυνατότητα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να εγγυηθεί το 100% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που κατέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα και αυτά με τη σειρά τους να εκχωρήσουν όλα τα ομόλογα στο ΤΧΣ (credit enhancement). Το θέμα της τόνωσης της πιστωτικής αξιολόγησης των ομολόγων τέθηκε στη συνάντηση, αλλά οι συμμετέχοντες γνώριζαν εξαρχής την αρνητική απάντηση.

Πάντως, αν και οι τράπεζες θα συμμετάσχουν στη διαδικασία, οι ενστάσεις τους δεν έχουν καμφθεί, υποστηρίζοντας ότι οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης όπως έχουν καθοριστεί και η επαναγορά των ομολόγων στερούν την ευχέρεια να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές στις επικείμενες αυξήσεις κεφαλαίου, οι οποίες θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως τον Απρίλιο του 2013.

Γι’ αυτό και ο υπουργός Οικονομικών ανταπάντησε στους προβληματισμούς των τραπεζιτών σχετικά με τις προθέσεις τους για συγκλήσεις γενικών συνελεύσεων για τη λήψη έγκρισης της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα επαναγοράς χρέους προκειμένου να μην τους καταλογίσουν οι μέτοχοί τους «απιστία», με νομοθετική ρύθμιση που θα τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη.

Διαπραγματεύσεις και εκτιμήσεις για την τιμή


Οι Ελληνικές τράπεζες θα επιθυμούσαν να διαπραγματευτούν, όσο είναι εφικτό, τις τιμές επαναγοράς πάνω από το 30%-32%, καθώς όσο πιο υψηλές είναι αυτές τόσο πιο ελκυστική καθίσταται η επαναγορά και μπορεί να αποδώσει σημαντικά κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα. Οι τράπεζες, έπειτα από το PSI+, κατείχαν ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 14,7 δισ. ευρώ. Αυτά τα ομόλογα αποτιμήθηκαν στους ισολογισμούς τους με τιμή της τάξης του 20-25, δηλαδή με 80%-85% απώλειες. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο ψηλά γίνει η επαναγορά τόσο μεγαλύτερα κέρδη θα αποκομίσουν. Κάτι που φυσικά δεν συμφέρει το ελληνικό δημόσιο γιατί θα επαναγοράσει χρέος πιο ακριβά.

Οι ακριβείς όροι της διαδικασίας αναμένεται να δημοσιευτούν αύριο με την πρόσκληση της δημοπρασίας από το Ελληνικό Δημόσιο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το θέμα των τιμών επαναγοράς είναι απόφαση του Eurogroup της 13ης Δεκεμβρίου και της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί εκτιμάται πως η τιμή επαναγοράς δεν θα είναι προκαθορισμένη, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί κατά την πορεία της διαδικασίας και ανάλογα με τη συμμετοχή.

Στα διαδικαστικά, οι Deutsche Bank και Morgan Stanley, οι δύο διεθνείς οίκοι που έχουν αναλάβει να διεκπεραιώσουν το έργο της επαναγοράς, κλήθηκαν ήδη να βολιδοσκοπήσουν τα hedge funds για τις προθέσεις τους ως προς τη συμμετοχή, αλλά και να εκτιμήσουν το ύψος των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο για τον καθορισμό της τιμής, καθώς αν συμφωνήσουν ομολογιούχοι με συνολικής αξίας χρέος 34 δισ. ευρώ σε τιμή 33% της ονομαστικής αξίας, τότε η ελάφρυνση του χρέους θα είναι περίπου 22,8 δισ. ευρώ χωρίς ωστόσο να υπολογίζονται τα κεφάλαια που θα δανειστεί το Ελληνικό Δημόσιο για να πληρώσει την τιμή του ομολόγου στο 33%.
Ρόη Χάϊκου, στον Ελεύθερο Τύπο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου