Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ιταλία: μια χώρα σε κώμα


Στο ντοκιμαντέρ του «Girlfriend in a coma», ο πρώην εκδότης του Economist, Bill Emmott, αναλύει την ανυπέρβλητη αντίσταση της Ιταλίας στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Μια άποψη που συμμερίζονται πολλές ευρωπαϊκές χώρες και εξηγεί την επιστροφή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην πολιτική, όπως αναλύει σε άρθρο του στη La Stampa.
«Αν κάποιος μου είχε πει πριν από δώδεκα χρόνια ότι θα έγραφα και θα έκανα ταινία –όχι για την Ιαπωνία ή την Κίνα, αλλά για την Ιταλία, θα αναρωτιόμουν αν είχε καπνίσει τίποτα περίεργο. Όπως το σκέφτομαι όμως τώρα και όταν σκέφτομαι πόσο κρίσιμες θα είναι οι επερχόμενες γενικές εκλογές της Ιταλίας, δεν με εκπλήσσει ότι ασχολούμαι με αυτό τα τελευταία χρόνια.
Ο λόγος δεν είναι μόνο οι δυο περίφημες λέξεις «Σίλβιο Μπερλουσκόνι». Είναι επειδή η Ιταλία έχει μεγάλη σημασία για πολλά πράγματα σχετικά με το μέλλον της Δύσης. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά
παθιάστηκα με την Ιταλία λόγω του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το Economist τον ανακήρυξε «ακατάλληλο ηγέτη για την Ιταλία» στο εξώφυλλο του Απριλίου του 2001, για λόγους αρχής και όχι για οτιδήποτε έχει σχέση με τα σεξουαλικά του σκάνδαλα, για τα οποία αργότερα έγινε πασίγνωστος στη Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική.
Ήμασταν ενάντια στην εξουσία μιας κυβέρνησης σε μια δυτική δημοκρατία με ένα ενιαίο, μεγάλο ιδιωτικό συμφέρον, καθώς και κατά της διάβρωσης της δικαστικής εξουσίας. Όπως σχολιάζει ο Umberto Eco στην ταινία μου, υπάρχουν και σε άλλες χώρες μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης και ισχυρά λόμπι, έτσι αυτό αποτελεί κίνδυνοι και για τη Βρετανία, την Αμερική και πολλούς άλλους επίσης.
Η αντίσταση στην αλλαγή
Το εξώφυλλο αυτό άρχισε το ιταλικό ταξίδι μου, ένα ταξίδι που αναζωογονήθηκε από τις δύο μηνύσεις του για συκοφαντική δυσφήμιση από τον Μπερλουσκόνι (ο Economist κέρδισε και τις δύο). Σταδιακά, απορροφήθηκα από τη φύση των προβλημάτων της Ιταλίας, σε όλες τις μορφές τους – οικονομική, πολιτική ή ηθική.
Αυτή η διαδικασία ήταν συχνά συναρπαστική και διασκεδαστική, αλλά είχε δύο συνέπειες πάνω μου: με έκανε πιο απαισιόδοξο και αυτό με έκανε ακόμα πιο ανήσυχο σχετικά με τη ασθένειες της Δύσης.
Με έκανε σταδιακά πιο απαισιόδοξοι επειδή σταθερά συνειδητοποιούσα πόσο τεράστια αντίσταση υπήρχε για την αλλαγή και τη μεταρρύθμιση στην Ιταλία, από ομάδες συμφερόντων όλων των ειδών. Αυτή η αντίσταση ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα του πρωθυπουργού Mario Monti κατά το προηγούμενο έτος.
Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πείσει τέτοιες ομάδες συμφερόντων, συνδικάτα ή μεγάλες επιχειρήσεις, επαγγελματικές τάξεις ή συνταξιούχους, να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις και να εγκαταλείψουν ορισμένα προνόμια για το κοινό όφελος, και ότι όλοι θα το έκαναν, με τον ίδιο τρόπο που οι χώρες συμφωνούν για τον αφοπλισμό και εγκαταλείπουν τα τανκς και τους πυραύλους τους. Μέχρι τώρα, δεν είχε αποτέλεσμα. Και δεν είχε επειδή ο Monti έπρεπε να εξαρτηθεί για την κοινοβουλευτική υποστήριξη σε κόμματα που αρνήθηκαν τις αλλαγές είτε για να ευχαριστήσουν τους ψηφοφόρους τους, είτε από εμπάθεια. Αυτό δεν λειτούργησε επειδή όλοι γνώριζαν ότι η κυβέρνηση Monti ήταν προσωρινή: καθυστερήστε το «για να βγάλουμε κι αυτό το βράδυ» όπως λέει και ένα ρητό. Ακόμα και οι τοπικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν αυτή την τακτική, καθυστερώντας την εφαρμογή των νέων νόμων καθώς οι εκλογές πλησιάζουν.
Μια χώρα σε άρνηση
Αυτό με έκανε πολύ απαισιόδοξο και για ένα δεύτερο λόγο. Για πολλά χρόνια, μέχρι που η κρίση στην αγορά ομολόγων του 2011 ανάγκασε την ελίτ να αναγνωρίσει  την πραγματική οικονομική ασθένεια της Ιταλίας, είχα παρατηρήσει μια ισχυρή, πολύ διαδεδομένη τάση προς άρνηση της πραγματικότητας, με τη χρήση πλαστών ή παρωχημένων δεδομένων που προσπαθούσαν να πείσουν ότι η χώρα ήταν ισχυρή και όχι αδύναμη: υψηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών (που έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ), πλούσιες οικογένειες (που προσπαθούσαν να πουλήσουν τα σπίτια που έδειχναν τον «πλούτο» τους), ισχυρό κατασκευαστικό τομέα (με μόνο το ένα έβδομο του ΑΕΠ), μια έμφυτη ιταλική δημιουργικότητα (παρόλο που η αξιοκρατία έχει εξαφανιστεί και οι περισσότεροι νέοι πτυχιούχοι να μεταναστεύουν σε Βερολίνο, Λονδίνο και Νέα Υόρκη).
Η κρίση της αγοράς ομολόγων φαινόταν να το αλλάζει αυτό. Το άλλαξε όμως; Αν οι ομάδες συμφερόντων συνεχίζουν να μπλοκάρουν τη μεταρρύθμιση τόσο έντονα, προφανώς θεωρούν ότι η αλλαγή δεν είναι απαραίτητη τελικά. Στις αισιόδοξες στιγμές μου, σκέφτομαι ότι απλά θέλουν να κερδίσουν χρόνο, ελπίζοντας ότι θα είναι ισχυρότεροί σε σχέση με άλλες ομάδες συμφερόντων μετά τις εκλογές του 2013. Αυτοί, όμως, μπορεί να ελπίζουν ότι κάτι μαγικό θα γίνει που θα επιτρέψει στις αλλαγές να μην συμβούν: μια θαυματουργή θεραπεία από τον Μάριο Ντράγκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,ή μια ξαφνική απόφαση της Γερμανίας να πληρώσει για τη διαγραφή χρεών που έχουν χώρες της νότιας Ευρώπης, ή κάτι άλλο. Η αλήθεια εξακολουθεί να αποφεύγεται.
Οι τάσεις αυτές των ομάδων συμφερόντων που εξαρτώνται από τα δικαιώματα και τα προνόμιά τους και από τις ελίτ που επιδιώκουν να αποφύγουν την πραγματικότητα, δεν υπάρχουν μόνο στην Ιταλία. Τέτοια προβλήματα υπάρχουν και στην υπόλοιπη Δύση. Καθώς η Αμερική περιμένει και παρακολουθεί πως θα αντιμετωπίσει το Κογκρέσο τον «δημοσιονομικό γκρεμό» που απειλεί την οικονομία της μετά την 1η Ιανουαρίου, παρακολουθεί επίσης και τις ομάδες συμφερόντων και τις ελίτ που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους, αρνούμενοι την πραγματικότητα.
Άγνοια κινδύνου
Η διαφορά με την Ιταλία είναι ότι αυτή η διαδικασία συνεχίζεται εδώ και πολύ καιρό – 20 χρόνια, στην πραγματικότητα – και ότι εν τω μεταξύ, άλλες οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις έχουν εκφυλιστεί. Η Αμερική και η Βρετανία βρίσκονται  μόλις στην αρχή αυτής της διαδικασίας και εξακολουθώ να ελπίζω ότι μπορούμε να την αποφύγουμε. Η Ιταλία, όμως, όπως λέει  και ο τίτλος της ταινίας μου, έχει πέσει σε κώμα.
Θα ξυπνήσει ποτέ; Η προφανής απόφαση του Μπερλουσκόνι να θέσει υποψηφιότητα για τις εκλογές, αντιτιθέμενος στη λιτότητα του Μόντι, δείχνει ότι υπάρχει άρνηση της πραγματικότητας, τουλάχιστον στη δεξιά. Οι εκλογές θα είναι μια κρίσιμη δοκιμασία, ίσως και ιστορική. Ένα τεστ για το αν τα πολιτικά κόμματα, οι ομάδες συμφερόντων και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατανοούν τη φύση των προβλημάτων της Ιταλίας και κατανοούν ότι η συνέχιση των παλιών πολιτικών δεν είναι επιλογή. Ένα τεστ για το αν ισχύει η απαίτηση των ψηφοφόρων για νέες ιδέες, νέα υπευθυνότητα, ακόμα και νέα πρόσωπα. Και, για τη Δύση, θα είναι μια δοκιμασία για το αν η πίστη μας στην ικανότητα της δημοκρατίας να διορθώνει τα λάθη είναι δικαιολογημένη. Ο πρωθυπουργός Μόντι Monti έχει δίκιο που θα παραιτηθεί για να φέρει τους πολίτες πιο κοντά σε αυτή τη δοκιμασία. Είναι κάτι που  δεν μπορεί να πάρει άλλη αναβολή».
Presseurop

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου