Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

"Ιστορική εξέλιξη της απονομής της δικαιοσύνης στη Θάσο (1709-1912)"



Αφορμή για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας μου στάθηκε μια απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας που ανέφερε ότι η Θάσος υπήρξε δορυάλωτη και ως εκ τούτου οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους. Η μακροχρόνια ενασχόλησή μου με το τοπικό δίκαιο με παρακίνησε να συγγράψω το παρόν πόνημα μου για να αποδείξω ότι η Θάσος δεν υπήρξε δορυάλωτη και ότι υπήρχαν ιδιόκτητες γαίες που μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά. Οι χιλιάδες αγοραπωλησίες που διασώθηκαν από το 16ο αιώνα, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα διάφορα όργανα που απένειμαν δικαιοσύνη στη Θάσο κατά την τουρκοκρατία, οι διαθήκες και τα άλλα έγγραφα που υπάρχουν σε αρχεία παλιών πατριαρχικών οικογενειών του νησιού καθώς και
των μονών του Αγίου Όρους, αποδεικνύουν την ύπαρξη των μουλκίων και των άλλων φορολογούμενων γαιών στη Θάσο.
Με το θέμα της απονομής της δικαιοσύνης στη Θάσο κατά την τουρκοκρατία είχα ασχοληθεί και παλιότερα. Ένα μακροσκελέστατο άρθρο μου, που αναφερόταν στα όργανα της απονομής του δικαίου, μ’ ένα Παράρτημα 33 εγγράφων, δημοσιεύτηκε στα «Θασιακά» των ετών 1888 και 1889. Γι’ αυτό και προτάσσω στην παρούσα εργασία μου, πολύ συνοπτικά βέβαια, ως πρώτο κεφάλαιο, τα όργανα της απονομής του δικαίου στη Θάσο με την ιστορική εξέλιξη τους. Ακολουθούν τα δάση της Θάσου, ως 2ο τα οποία και παρακολουθώ στην ιστορική τους πορεία. Τα δάση της Θάσου ήταν μπαλταλίκια  (κοινοτικά). Τούτο αποδεικνύεται από φιρμάνια και από αποφάσεις αρμοδίων δικαστηρίων που αποφαίνονταν για τα όρια των κοινοτήτων. Η αυθαίρετη πώληση των δασών της Θάσου από το χεδίβη της Αιγύπτου είχε ως αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση των Θασίων και της χεδιβικής  αρχής που κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα του 1902 και στην αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος με την επαναφορά της Θάσου στους Τούρκους.
Η νέα διοίκηση θέλησε να εντάξει τη Θάσο πολιτικά, διοικητικά και νομοθετικά στο καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρά τις υποσχέσεις της ότι θα επαναφέρει τα παλιά προνόμια και τις ασυδοσίες που απολάμβαναν οι Θάσιοι προ της σύγκρουσης τους με το χεδιβικό καθεστώς, η τουρκική διοίκηση παρέμεινε μόνο στις υποσχέσεις της, επέβαλε νέους φόρους και άφησε άλυτο το πρόβλημα των δασών της Θάσου με τις συνεχείς αναβολές και κωλυσιεργίες που απέβλεπαν στη μη οριστική λύση του ζητήματος. Οι Θάσιοι όμως, συνέχισαν τον αγώνα τους και μετά την απελευθέρωση τους έως ότου μ’ αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου αναγνωρίστηκαν κατά τα έτη 1929 και 1930 τα δάση τους ως μπαλταλίκια, ήτοι κοινοτικά. Σήμερα 170.000 στρέμματα δασικής έκτασης ανήκουν στις κοινότητες, ήτοι το 75% από τη συνολική δασική έκταση της Θάσου και μόνο το 25% παρέμεινε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα δυο πρώτα κεφάλαια της εργασίας μου δόθηκαν περιληπτικά, γιατί προτάθηκαν μόνο για ενημέρωση τον αναγνώστη πάνω στα όργανα της απονομής του δικαίου στη Θάσο και στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Θάσιοι ως προς το θέμα της κυριότητας των δασών τους. Ακολουθούν στη συνέχεια τα κεφάλαια που απαιτούν έρευνα για να δοθούν ορθές λύσεις στα νομικά θέματα που ανακύπτουν. Το ερώτημα εάν η Θάσος κατακτήθηκε ή παραδόθηκε στους Τούρκους εξετάζεται στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας μου. Τούτο προέκυψε από μια πρόσφατη απόφαση του Πολ. Πρωτ. Καβάλας που αναφέρει για πρώτη φορά ότι η Θάσος υπήρξε δορυάλωτη και ως εκ τούτου οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους. Η άποψη αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 του νόμου 979/1998 που ορίζει ότι ο ιδιώτης υποχρεούται να αποδείξει την κυριότητα του σε ακίνητα που αμφισβητούνται από το Ελληνικό Δημόσιο. Εξαιρούνται από αυτή τη διάταξη οι περιφέρειες των Πρωτοδικείων Ιονίων νήσεως Κρήτης, Λέσβου, Σάμου και Χίου, καθώς και των νησιών των Κυθήρων, Αντικυθήρων και Σάμου. Επειδή δεν αναφέρεται η Θάσος, επομένως δεν υπαγόταν στις εξαιρέσεις. Αν, όμως, ο νομοθέτης δεν είχε ιστορικές γνώσεις ή του διέφυγε, σε τούτο δεν φταίνε οι Θάσιοι. Άλλωστε προγενέστερη από την αναφερόμενη απόφαση, η υπ’ αριθμ. 1924/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Καβάλας, αντιμετώπισε το ίδιο θέμα και κατέληξε στη σκέψη ότι η Θάσος, αν και είχε τις ίδιες προϋποθέσεις με τις άλλες περιοχές που εξαιρέθηκαν, εντούτοις δεν συμπεριλήφθηκε στις εξαιρέσεις. Τούτο, όμως, δεν αρκεί για να θεμελιώσει το δικαίωμα του Δημοσίου, καθώς το αναφερόμενο στο νόμο τεκμήριο συνιστά μόνο δικονομικό προνόμιο, αλλά όχι και αιτία γενεσιουργό του δικαιώματος. Ο ισχυρισμός  ότι η νομολογία δεν απεδέχθη μέχρι το 2010 το δορυάλωτο της Θάσου καταλύεται από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων, που αποδεικνύουν ότι η νομολογία προ του 2010 αποδεχόταν  το μη δορυάλωτο της Θάσου, αφού όλες οι αποφάσεις αναφέρουν ότι, επειδή η Θάσος δεν υπήρξε δορυάλωτες, οι γαίες αλλά και τα δάση υπάγονταν στην κατηγορία των ιδιωτικών φορολογούμενων γαιών (μουλκέτ ή χαραντιγκέ) και δεν εφαρμόζονταν γι’ αυτές ο νόμος περί γαιών, αλλά εξομοιωνόταν, για την απόκτηση και μεταβίβαση της κυριότητας του, με κινητά, χωρίς να απαιτείται η έκδοση τίτλων που να δικαιολογεί την κυριότητα των ιδιωτών σ’ αυτές (βλλ. Τις υπ’ αριθμ. 454/1986 και 1924/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Καβάλας, την υπ’ αριθμ. 19/2006 του Ειρ. Θάσου, καθώς και τις υπ’ αριθμ. 162/1994, 163/1994, 46/1995, 61/1996, 207/2007 αποφάσεις του Πολ. Πρωτ. Καβάλας κ.ο.κ.).
Κι ερχόμαστε στις ιστορικές μαρτυρίες που όλες συμφωνούν στην παράδοση της Θάσου. Ο ιστορικός της άλωσης Κριτόβουλος ο Ίμβριος ανέλαβε την πρωτοβουλία της παράδοσης των νησιών της Ίμβρου, της Λήμνου και της Θάσου. Αυτός απέτρεψε το ρεύμα της φυγής των ευγενών της Θάσου «χρησταίς ελπίσι κουφίσας». Αυτός στέλνει πρεσβεία με δώρα στο Μεχμέτ Β’ για να αφήσει τα νησιά «εν τη προτέρα αυτών καταστάσει… και αποφέρειν αυτώ τους τε ωρισμένους φόρους ετησίως και άρχοντα έχειν ον αν κελεύση». Σε τούτο συμφώνησε και ο Γατελούζος ηγεμόνας Dorino Α’, ο οποίος αποστέλλει πρέσβεις που ενώθηκαν με τους αντιπροσώπους του Κριτόβουλου και όλοι μαζί συνάντησαν το Μεχμέτ Β’ ο οποίος «δωρείται τους νήσους, καθώς ήσαν εν τω του βασιλέως καιρώ τεταγμένη», τη Λήμνο και τη Θάσο στον Dorino A’ και την Ίμβρο στον Παλαμήδη, με τη συμφωνία να πληρώνουν ετήσιο κατ’ αποκοπή φόρο. Το ιστορικό αυτό γεγονός επιβεβαιώνεται και από τον άλλο ιστορικό της Άλωσης Δούκα. Επαληθεύεται ακόμα και από την «Έκθεση Χρονικών» του Ανωνύμου και από το Γερμανό ιστορικό Horf, που στηρίζεται σε έγγραφα του Αρχαίου της Γένονας. Αλλά και όλοι οι νεότεροι ιστορικοί και οι νομικοί που ασχολήθηκαν με το θέμα αποφαίνονται ότι η Θάσος παραδόθηκε και δεν κατακτήθηκε. Αντίθετη άποψη χωρίς τεκμηρίωση, παραμένει απλή άποψη και καταλύεται από την ιστορική αλήθεια.
Η άλλη άποψη της μη ύπαρξης φορολογούμενων γαιών στη Θάσο είναι απόρροια της προηγούμενης λανθασμένης άποψης ότι η Θάσος κατακτήθηκε. Το ότι δεν υπήρχαν μούλκια και φορολογούμενες γαίες στη Θάσο αποδεικνύεται και από τις χιλιάδες αγοραπωλησίες που διασώθηκαν και από το πλήθος των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα διάφορα όργανα που απένειμαν δικαιοσύνη στη Θάσο, κατά την τουρκοκρατία.
Το θέμα της χρησικτησίας στις Νέες Χώρες είναι ένα άλλο θέμα οπυ έχει παρερμηνευτεί. Αρκετές αποφάσεις έκαναν αποδεκτό το αίτημα του Ελληνικού Δημοσίου και αναφέρουν ότι ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας  στις Νέες Χώρες. Το άρθρο, όμως, 20 του «περί γαιών» νόμου ρητά αναφέρει ότι δεν εισακούονται αγωγαί «Περί γαιών» μετά παρέλευση δεκαετίας. Το ίδιο και το άρθρο 1660 του οθωμανικού Αστικού Κώδικα. Όταν, λοιπόν, κάποιος νέμεται και κατέχει για 10 χρόνια κάποιο ακίνητο και γίνεται δικό του, δεν αποτελεί τούτο χρησικτησία; Όταν ο Θάσιος δικηγόρος Αναστάσιος Λαμπίρης σημειώνει το 1901 ότι το δικαίωμα της κατοχής υφίσταται και απόλλυται δια της χρησικτησίας, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη της χρησικτησίας στη Θάσο; Όταν η υπ’ αριθμ. 43/900 απόφαση του Πρωτ. Θάσου αναφέρει ότι ο εναγόμενος δεν απέδειξε ότι κατέχει και καλλιεργεί τον βοσκότοπο του επί εικοσαετία, δεν υπονοεί ότι δεν συμπλήρωνε την εικοσαετία χρήσης του επιδίκου; Οι Τούρκοι γνώριζαν την χρησικτησία, που άλλοτε ήταν δεκαετής, άλλοτε εικοσιπενταετής και άλλοτε εικοσαετής. Γνώριζαν και την τριαντακονταετία του παλιού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, την οποία και εφάρμοζαν οι ιεροδίκες της Θάσου, αφού σ’ αποφάσεις τους αναφέρουν ότι οι Καστρινοί κατείχαν γαίες «αρχαιόθεν», επαλαιώθεν», «από παλαιοτάτων χρόνων» κ.ο.κ. αλλά όταν οι διάδικοι κατέφευγαν στην Υψηλή Πύλη, οι σουλτάνοι έδιναν εντολές στους ιεροδίκες να μην εφαρμόζουν την τριαντακονταετία αλλά τη δεκαετή παραγραφή. Η λέξη χρησικτησία δεν αναφέρεται βέβαια στους Οθωνικούς Αστικούς Κώδικες, αλλά πίσω από τις λέξεις νομή και κατοχή υποκρύπτεται η χρησικτησία, γιατί χωρίς χρησικτησία δεν μπορεί να υπάρξει νομή και κατοχή.
Κι ερχόμαστε τώρα στο ερώτημα αν τα ιδιωτικά πωλητήρια έγγραφα αποτελούσαν τίτλοι στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αναμφίβολα αποτελούσαν τίτλοι, αφού αυτά προσβάλλονταν ως εικονικά ή πλαστά ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Βάσει αυτών εκδίδονταν οι αποφάσεις που μνημονεύουμε στο πόνημα μας. Άλλωστε και οι υπ’ αριθμ. 200/1934 και 1135/1975 αρεοπαγιτικές αποφάσεις αποφαίνονται τα ιδιωτικά πωλητήρια έγγραφα αποτελούσαν νόμιμο τρόπο μεταβιβάσεως ακινήτων στα νησιά του Αιγαίου.
Δε θα επεκταθώ περισσότερο. Θα αναφέρω μόνο ότι διαπιστώνεται η τριπλή διαμάχη των δικαίων και στη Θάσο. Το Ιεροδικείο εφάρμοζε το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Θάσου ακολουθούσαν την εξάβιβλο του Κ. Αρμενοπούλου, ενώ οι προεστοδημογεροντίες εφάρμοζαν το λαϊκό δίκαιο. Παρατηρείται μερικές φορές ότι και το Ιεροδικείο Θάσου έκανε χρήσης των επιτοπίων εθίμων και εφάρμοζε διατάξεις της Εξαβίβλου, αλλά φιρμάνια των σουλτάνων, ύστερα από αναφορές διαδίκων, διέταξαν τους ιεροδίκες να εφαρμόζουν το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο. Το 1886 συστήθηκε το Πρωτοδικείο Θάσου, Α’ τάξης, που υπαγόταν στο Εφετείο Θεσ/νίκης, ύστερα από συμφωνία τον χεδίβη με το σουλτάνο. Συμφωνήθηκε ακόμα να εφαρμοσθεί η οθωμανική αστική νομοθεσία. Επειδή, όμως, η νομοθεσία αυτή «ήταν ξένη προς τα ήθη και έθιμα του τόπου αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε προς το τέως επικρατήσαν από αιώνα ρωμαϊκόν και εκκκλησιαστικόν δίκαιον», γι’ αυτό οι Θάσιοι εκλιπαρούσαν το χεδίβη με την από 3-8-1894 αναφορά τους «να ληφθή πρόνοια και περί του συστήματος της απονομής δικαιοσύνης και ει δυνατόν, ο τόπος να περιέλθει εις το ανέκαθεν αυτού σύστημα, καταρτιζομένου δικαστηρίου, ως ανέκαθεν». Φαίνεται ότι τότε έγινε χρήση του Θασιακού Αστικού Κώδικα, που κράτησα φωτοαντίγραφο, όταν τον εντόπισα, αλλά του έθεσα στη διάθεση του μακαρίτη Κ. Βαβούσκου. Το 1902 οι Τούρκοι επανέφεραν τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα, αντίτυπο που σωζόταν στα κατάλοιπα του δικηγόρου Αναστ. Λαμπίρη.
Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών προστατεύονται από τους νόμους που ψήφισε η ελληνική πολιτεία. Από τη συνθήκη που υπέγραψε με την Τουρκία υποχρεώνεται η Ελλάδα να εφαρμόζει στις Νέες Χώρες τους νόμους που ίσχυαν κατά το χρόνο της απελευθέρωσης τους και να αναγνωρίζει τα εμπράγματα δικαιώματα που αποκτήθηκαν βάσει αυτών. Με τους νόμους ΔΣΙΓ της 14-11-1913 και 147/1914 διατηρήθηκαν οι διατάξεις που προστατεύουν τα ιδιωτικά δικαιώματα. Σχετική μάλιστα διάταξη περιλήφθηκε και στον Αστικό Κώδικα, αφού με το άρθρο 51 του ΝΑΚ η κυριότητα ακινήτου ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτηση τους. Οι διατάξεις, βέβαια, υπάρχουν, αρκεί να μην παρερμηνεύονται ή να μην καταστρατηγούνται. Στόχος της εργασίας μου είναι να διαφωτίσει άγνωστες πτυχές του τοπικού εμπραγμάτου δικαίου που ίσχυε στη Θάσο κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας για να μη γίνεται χρήση των διατάξεων που εφαρμόζονταν για άλλες περιοχές του Ελληνισμού.
Του ιστορικού Κωνσταντίνου Χιόνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου