Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Το φυσικό αέριο αλλάζει το σκηνικό στην Μεσόγειο


Η έναρξη ερευνών για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης σηματοδοτεί το πρώτο βήμα για την ένταξη της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη ως χώρας παραγωγού και όχι μόνο διέλευσης αγωγών. Η προοπτική αυτή, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες εξελίξεις στο ενεργειακό πεδίο σε Κύπρο και Ισραήλ, δημιουργεί προϋποθέσεις εμβάθυνσης του άτυπου «άξονα» που ήδη οικοδομείται μεταξύ των τριών κρατών. Η Αθήνα αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί σε «άξονα», διότι θεωρεί ότι θα δημιουργήσει αντιδράσεις και επιφυλακτικότητα στο αραβικό ακροατήριο, η διατήρηση καλών σχέσεων με το οποίο συνεχίζει να αποτελεί σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Τους επόμενους μήνες, όταν βγουν τα αποτελέσματα των ερευνών, η Ελλάδα θα γνωρίζει τι
κοιτάσματα έχει στις συγκεκριμένες περιοχές (Ιόνιο και νοτιοδυτικά της Κρήτης) και με βάση αυτά θα γίνουν οι επόμενες κινήσεις που θα «κουμπώσουν» το ελληνικό κομμάτι του παζλ με το κυπριακό και το ισραηλινό. Η παραγωγή ισραηλινού φυσικού αερίου αναμένεται να αρχίσει το 2015 και του κυπριακού μεταξύ 2018 και 2020. Στο μεσοδιάστημα, έως ότου η Κύπρος αρχίσει την εκμετάλλευση του δικού της κοιτάσματος, θα καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες με ισραηλινό φυσικό αέριο, κατόπιν πρόσφατης συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Εν τω μεταξύ, η απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης να δώσει το «πράσινο φως» για τη συμμετοχή της ισραηλινής Delek στην εκμετάλλευση του Οικοπέδου 12 μαζί με την αμερικανική Noble Energy προώθησε περαιτέρω τη στρατηγική συνεργασία δημιουργώντας βαθύτερη εμπλοκή των Ισραηλινών στα κυπριακά κοιτάσματα με ό,τι αυτό σημαίνει για την αμυντική και τη διπλωματική προστασία τους.
Η Ελλάδα, στο θέμα των ερευνών, ακολουθεί περίπου το κυπριακό μοντέλο και ας μην έχει ακόμη προχωρήσει στην ανακήρυξη και την οριοθέτηση της ΑΟΖ της. Προκήρυξε έρευνες σε περιοχές για τις οποίες υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι έχουν ενεργειακό ενδιαφέρον (όπως η Κύπρος με το Οικόπεδο 12) και, εφόσον οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν από τα στοιχεία, η έλευση των διεθνών εταιριών για τη δεύτερη φάση, αυτή της εκμετάλλευσης, θα δημιουργήσει οικονομική και διπλωματική ασπίδα, όπως συνέβη και με την Κύπρο. Παράλληλα θα οικοδομήσει τις προϋποθέσεις για διεύρυνση του πεδίου ερευνών, καθώς θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας.
Μια προβολή στο εγγύς μέλλον, όπου η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ θα είναι κράτη-παραγωγοί φυσικού αερίου, είναι λίαν πιθανόν να παραπέμπει σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό στη Μεσόγειο. Η ανακοίνωση του Ισραήλ ότι θα εξαγάγει το 55% της παραγωγής φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τις ανακαλυφθείσες και εκτιμώμενες ποσότητες στην Κύπρο, δικαιολογεί το ενδιαφέρον των διεθνών εταιριών. Αν σε αυτά προστεθούν τα πιθανολογούμενα ελληνικά αποθέματα, στην περιοχή δημιουργείται η τρίτη πηγή ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης (μετά το ρωσικό και το αζέρικο αέριο).
Ταυτόχρονα, όμως, το τοπίο διέρχεται και μια άλλη μεταβολή που αφορά στην επέλαση του Ισλαμισμού ως κυβερνητική δύναμη στις περιμεσογειακές χώρες, αν και σε διαφορετικές εκδοχές. Στην Αίγυπτο επικράτησαν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, στην Τυνησία οι «light» ισλαμιστές, στη Λιβύη οι κοσμικοί, στον Λίβανο κυριαρχεί η Χεζμπολάχ, στην Τουρκία ανεβαίνει ο Ισλαμισμός και στη Συρία η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η επίσκεψη, την εβδομάδα που πέρασε, των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Ιταλίας, Κύπρου και Μάλτας στην Αίγυπτο. Η κίνηση αυτή υποδηλώνει τη βούληση της Ε.Ε. να διατηρήσει σχέσεις στενής συνεργασίας με την Αίγυπτο, και μετά την κυβερνητική αλλαγή, ως δύναμης στην περιοχή η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Με την εκλογική επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στη χώρα δημιουργείται ένα πολύπλοκο σύστημα ισορροπιών κυρίως με το στρατό, ο οποίος παραμένει βασικός παράγοντας στην εσωτερική σκηνή αλλά με μετριασμένο και πιο ελεγχόμενο το ρόλο του σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Όπως έλεγε διπλωματικός παράγοντας στον Τύπο της Κυριακής, η Αίγυπτος «δεν είναι Τουρκία ούτε Σαουδική Αραβία ούτε Ιράν, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση χώρας, με ισχυρό αραβικό εθνικισμό, Ιστορία χιλιάδων ετών, πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, μεγάλο μέρος του οποίου είναι νέοι και άνεργοι, και αυτό χρειάζεται πολυεπίπεδη και λεπτή διαχείριση».
Η Ελλάδα, έχοντας παραδοσιακά καλή σχέση με την Αίγυπτο, επιδιώκει τη διατήρησή της και με τα νέα πολιτικά δεδομένα. Η συζήτηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Δημήτρη Αβραμόπουλου, με τον Αιγύπτιο πρόεδρο, Μοχάμεντ Μόρσι, και τον ΥΠΕΞ, Μοχάμεντ Καμέλ Αμρ, κατά την επίσκεψη των τεσσάρων υπουργών της Ε.Ε., έγινε σε πολύ καλό κλίμα. Όπως έλεγαν διπλωματικές πηγές, η Ελλάδα διατηρεί μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο στην περιοχή, επειδή έχει ιστορικές σχέσεις και ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων απ’ ό,τι τρίτες πλευρές. Κράτη όπως η Αίγυπτος βλέπουν την Ελλάδα και ως «αγωγό» στη σχέση τους με την Ε.Ε.
Η Αίγυπτος παραμένει, λόγω φύσεως και θέσεως, χώρα ανταγωνιστική με την Τουρκία (και με το Ιράν), παράμετρος η οποία προφανώς λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από την Αθήνα. Οι Αιγύπτιοι αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν το Καστελλόριζο στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ελλάδα, λόγω της αντίδρασης της Τουρκίας, εξέλιξη προφανώς δυσάρεστη, αλλά αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα ότι η Αίγυπτος είναι μια δύναμη στην περιοχή την οποία ούτε η Ελλάδα ούτε η Ε.Ε. μπορεί να παραβλέψει. Γι’ αυτό η Αθήνα θέλει να είναι προσεκτική με τη συζήτηση περί «άξονα» με το Ισραήλ, ώστε να μη δημιουργούνται παρενέργειες σε άλλες παραμέτρους της εξωτερικής πολιτικής.
Εννοείται όμως ότι η στρατηγική σχέση με το Τελ Αβίβ αποτελεί υψηλή προτεραιότητα από την οποία προσδοκώνται οφέλη σε ευρύ φάσμα τομέων, από την άμυνα και την ενέργεια, μέχρι τις επενδύσεις, τον τουρισμό και τον αγροτικό τομέα.
Λάμπρος Καλαρρύτης στον Τύπο της Κυριακής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου